Μενού

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;
 
Αρχική σελίδα

 

«Και ενέμενον εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει του άρτου και εν ταις προσευχές» (Πράξεις β΄ 42).

«Εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ’ αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας»(Α’ Ιωάννου  α΄ 7).

Η ερμηνεία της λέξης κοινωνία την εποχή που γράφηκε η Καινή Διαθήκη ήταν συναναστροφή, επικοινωνία, κοινότητα, συναδελφότητα. Λέγοντας σήμερα κοινωνία εννοούμε κυρίως  ένα σύνολο ανθρώπων που συμβιώνουν σε ένα τόπο ή σε μια εποχή σύμφωνα με ορισμένους νόμους ή κανόνες.

Γενικά μπορούμε να πούμε είναι ότι ο άνθρωπος έχει έμφυτη την ανάγκη να είναι κοντά με άλλους ανθρώπους, να δημιουργεί φίλους και γενικά να κοινωνικοποιείται μαζί με άλλους συνανθρώπους του. Η θεμελιώδης μορφή κοινωνίας είναι η οικογένεια.

Ο Θεός μετά που δημιούργησε τον Αδάμ είπε : «δεν είναι καλόν ο άνθρωπος να είναι μόνος του∙ θέλω κάμει εις αυτόν βοηθόν όμοιον με αυτόν» (Γένεσις,β΄:18,).  Στη συνέχεια, αφού δημιούργησε την Εύα ευλόγησε αυτούς και τους  είπε « Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε την γην και κυριεύσατε αυτήν, και εξουσιάζετε επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού και επί παντός ζώου κινουμένου επί της γης» Γένεσις,α΄: 28). Ειδικότερα ευλόγησε τον θεσμό του γάμου λέγοντας: «Διά τούτο θέλει αφήσει ο άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και θέλει προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού• και θέλουσιν είσθαι οι δύο εις σάρκα μίαν» (Γένεσις,β΄: 24). Αυτή η περίπτωση με τον Αδάμ, αφορούσε τον ίδιο, αλλά γενικά και τον άνθρωπο. Οπότε ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να μην είναι μόνος του, αλλά να είναι μαζί με τον συνάνθρωπο, να πολλαπλασιάζεται μέσω του θεοσύστατου θεσμού του γάμου και να ευημερεί ζώντας σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.

Δυστυχώς οι πρωτόπλαστοι παράκουσαν την εντολή του Θεού με αποτέλεσμα να μπει μέσα τους η αμαρτία και να χαλάσει η ωραία επικοινωνία που είχαν και μεταξύ τους και κυρίως με τον Θεό. Από τις πρώτες γενιές που ακολούθησαν βλέπουμε να κυριαρχούν ο φθόνος, η πονηριά, το μίσος, οι φόνοι και γενικά όλα αυτά που χαρακτηρίζονται από τον Λόγο του Θεού σαν ‘έργα της σαρκός’ και που εκτρέπουν από την σωστή πορεία τον κάθε άνθρωπο ατομικά, μετά την οικογένεια που θα δημιουργήσει και στη συνέχεια την κοινωνία στην οποία ανήκει.

Ο Θεός βέβαια με την αγάπη του, το έλεος αλλά και την παιδεία Του, προσπαθούσε πάντα να επαναφέρει τους  ανθρώπους στη σωστή πορεία. Αυτή η σωστή πορεία που γενικά μπορούμε να πούμε είναι το θέλημα του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, επιγραμματικά φαίνεται στα λόγια των αγγέλων όταν γεννήθηκε ο Υιός του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκάς β΄14). Ο άνθρωπός λοιπόν που θα δοξάσει τον Θεό, δεχόμενος τη θυσία του Υιού Του, Ιησού Χριστού και ζώντας στη συνέχεια σύμφωνα με το θέλημά Του, θα έχει την ειρήνη και την επιδοκιμασία του Θεού.

Συνεπώς ‘η κοινωνία μετ’ αλλήλων’, στην εκκλησιαστική ζωή, αφορά τους αναγεννημένους χριστιανούς που αποδέχονται και πιστεύουν ακριβώς αυτό που λέει το Ευαγγέλιο. Αυτό συμβαίνει  επειδή όλοι έχουν τον ίδιο πατέρα, τον Πατέρα Θεό, όπως μας τον σύστησε ο ίδιος ο Κύριος ο Ιησούς Χριστός και όλοι είναι αδέρφια εν Χριστώ γιατί : « Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού∙ οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ’ εκ Θεού εγεννήθησαν».(Ιωάννης, α΄:12-13). Όσοι δηλαδή δέχτηκαν τον Ιησού Χριστό στη ζωή τους, ο Πατέρας Θεός τους έδωσε την εξουσία να ονομαστούν παιδιά του Θεού. Όταν ο άνθρωπος έχει γνωρίσει τον Ιησού Χριστό σαν προσωπικό του Σωτήρα, θα αγαπήσει αυτό που του λέει ο Κύριος, δηλαδή τις εντολές Του. Μια από αυτές τις εντολές που είπε ο Ιησούς στους μαθητές του είναι : «Εντολήν καινήν σας δίδω, να αγαπάτε αλλήλους∙ καθώς εγώ σας ηγάπησα, και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους» (Ιωάννης, ιγ΄:34,35). Εφόσον αγαπάμε αλλήλους, εύκολα μπορούμε να έχουμε κοινωνία μαζί τους, να υποφέρουμε και συγχωρούμε αδυναμίες και λάθη τους και  τότε η παρουσία του Θεού θα είναι πάντοτε μαζί μας. Ο απόστολος Πέτρος, ήταν πάντοτε με τους άλλους αποστόλους και τους μαθητές, μιας και ήταν όλοι τους αδέρφια εν Χριστώ. Ο ίδιος μας συστήνει στην πρώτη επιστολή του: «Καθαρίσαντες λοιπόν τας ψυχάς σας με την υπακοήν της αληθείας διά του Πνεύματος προς φιλαδελφίαν ανυπόκριτον, αγαπήσατε ενθέρμως αλλήλους εκ καθαράς καρδίας, επειδή ανεγεννήθητε ουχί εκ φθαρτού σπέρματος, αλλά αφθάρτου, διά του λόγου του Θεού του ζώντος και μένοντος εις τον αιώνα» (Α΄Πέτρου α΄: 22,23).

Επίσης όταν απόστολος Πέτρος απολογήθηκε για το θαύμα της θεραπείας σε έναν χωλό άνθρωπο που έκανε μαζί με τον Ιωάννη, για να εξηγήσει στους παρευρισκομένους ότι ήταν θαύμα του Θεού, λέει η Γραφή ότι «πλησθείς Αγίου Πνεύματος» (Πράξεις, δ΄:8), δηλαδή τον «γέμισε» ο Θεός με Άγιο Πνεύμα για να μιλήσει. Η πλήρωση με Άγιο Πνεύμα είναι απαραίτητη έτσι ώστε ο πιστός να έχει τον καρπό Του, για να μιλάει όπως πρέπει, να αγάπα, να συγχωρεί και γενικά  για να έχει οικοδομητική συμμετοχή ‘στην κοινωνία μετ’ αλλήλων’.

Ο Ιωάννης, στην πρώτη επιστολή του μας γράφει δια Αγίου Πνεύματος : «..εκείνο, το οποίον είδομεν και ηκούσαμεν, απαγγέλλομεν προς εσάς• διά να έχητε και σεις κοινωνίαν μεθ' ημών• και η κοινωνία δε ημών είναι μετά του Πατρός και μετά του Υιού αυτού Ιησού Χριστού….εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ’ αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας»(Α’ Ιωάννου, α΄:3,7). Η διαφορά της χριστιανικής κοινωνίας από άλλες κοινωνίες είναι ότι δεν αποτελείται μόνο από ένα σύνολο ανθρώπων  αλλά είναι και κοινωνία μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό. Συμπληρώνοντας ο Απόστολος Παύλος  εύχεται: «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών• αμήν» (Β΄ Κορινθίους ιγ΄:14). Συνεπώς η κοινωνία με την Αγία Τριάδα πρέπει να χαρακτηρίζει την χριστιανική κοινωνία.

Τώρα τι σημαίνει να περπατούμε εν τω φωτί (στο φως); Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είπε : «… εγώ είμαι το φως του κόσμου, όστις ακολουθεί εμέ δεν θέλει περιπατήσει εις το σκότος, αλλά θέλει έχει το φως της ζωής» (Ιωάννης,η΄:12). Άρα περπατώ στο φως σημαίνει να ακολουθώ και να έχω πάντοτε τον Ιησού μέσα μου. Όμως πώς μπορώ να έχω τον Ιησού συνέχεια μέσα μου; Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, διαβάζουμε τα λόγια του Κυρίου  Ιησού Χριστού : «Εάν τις με αγαπά τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει» (Ιωάννης,ιδ΄:23). Δηλαδή, εκτελώντας τις εντολές του Κυρίου θα μένω στο φως, στον Χριστό και εφόσον θα παραμένω στο φως θα έχω κοινωνία με τους αδερφούς μου. Αυτό θα συμβεί επειδή ο Θεός είναι Αγάπη και θα μου δώσει αγάπη προς τους αδερφούς μου ώστε να θέλω να έχω κοινωνία μαζί τους και η παρουσία του Θεού θα είναι στη παρέα μας, εάν βέβαια  βαδίζουμε σύμφωνα με το θέλημά Του. Αντίθετα, εάν εγώ δεν προσεύχομαι, εάν δεν μελετώ το Λόγο του Θεού και δεν πληρούμαι Πνεύματος Αγίου, είναι δύσκολο να έχω αγάπη προς τους αδερφούς μου, οπότε δεν θα επιθυμώ να είμαι με τους αδερφούς, είτε στις συναθροίσεις της εκκλησίας είτε σε συναναστροφές.  Από μένα εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, εκτός αν συντρέχουν καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή μου, όπως προβλήματα υγείας, μεγάλων αποστάσεων κ.α., να έχω κοινωνία με τους αδερφούς μου.

Βέβαια ο κάθε χριστιανός, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πρέπει να αγαπά και να προσεύχεται και για τους εχθρούς του, η παρέα όμως με τους κοσμικούς ανθρώπους είναι επικίνδυνη για τον χριστιανό, επειδή αυτοί φρονούν ‘τα της σαρκός’, δηλαδή πράγματα του κόσμου που δεν είναι  ευάρεστα στο Θεό. Ο Λόγος του Θεού λέει : «Μη πλανάσθε• Φθείρουσι τα καλά ήθη αι κακαί συναναστροφαί» (Α΄ Κορινθίους, ιε΄:33).

Φυσικά στο χώρο της εργασίας, ή στο σχολείο κλπ θα είμαστε μαζί με τους συμμαθητές και τους συναδέλφους μας, αλλά πρέπει να προσέχει ο χριστιανός στις συζητήσεις του , να μην λέει και κάνει τα ίδια πράγματα με τους άλλους, όπως π.χ .να βωμολοχεί, να καταλαλεί, να λέει ψέματα κ.α.

Έτσι σε μας συστήνει ο Λόγος του Θεού, να έχουμε κοινωνία μετ’ αλλήλων, που μαζί με τη διδασκαλία των αποστόλων, τη Θεία Κοινωνία και τις προσευχές  αποτελούν τις τέσσερις πνευματικές βάσεις  της αναγεννημένης εκκλησίας (Πράξεις β΄ 42).

Τέλος στην επιστολή προς Εβραίους ι΄24,25 διαβάζουμε: «και ας φροντίζωμεν περί αλλήλων, παρακινούντες εις αγάπην και καλά έργα,  μη αφίνοντες το να συνερχώμεθα ομού, καθώς είναι συνήθεια εις τινάς, αλλά προτρέποντες αλλήλους, και τοσούτω μάλλον, όσον βλέπετε πλησιάζουσαν την ημέραν.»

Αν πιστεύουμε ότι πλησιάζει η ημέρα του Κυρίου, θα φροντίσουμε να αυξήσουμε την  ‘κοινωνία μετ’ αλλήλων’ επειδή αυτό το θέλει ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός. Αμήν!

 

 

« Και είπε προς αυτούς, δια τι είσθε τεταραγμένοι; Και δια τι αναβαίνουσιν εις τας καρδίας σας διαλογισμοί; »  (Λουκάς  κδ΄: 38)
Βασικό στοιχείο που αποδεικνύει την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου όπως και την ποιότητα του χαρακτήρα του, είναι οι διαλογισμοί του. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε διαλογισμούς, δηλαδή σκεφτόμαστε ή στοχαζόμαστε πράγματα σχετικά με την ζωή μας, είτε αυτά αφορούν το παρόν είτε το παρελθόν είτε το μέλλον μας. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι να διαλογίζεται κάποιος σημαίνει το να χρησιμοποιεί τις πνευματικές του δυνάμεις κάνοντας σκέψεις, στοχασμούς, συλλογισμούς για να μελετήσει, να ερμηνεύσει φαινόμενα, να απαντήσει σε ερωτήματα με τελικό σκοπό να επιτύχει τους στόχους που έχει βάλλει στη ζωή του.
  Ο χριστιανός και αυτός ως λογικός άνθρωπος έχει διαλογισμούς. Το προαναφερθέν εδάφιο της Καινής Διαθήκης, φανερώνει ότι κάποιοι διαλογισμοί προέρχονται από την καρδιά μας. Το συγκεκριμένο εδάφιο το είπε ο Κύριος στους μαθητές του, όταν τους φανερώθηκε μετά την ανάστασή Του. Συνεπώς η «πνευματική» μας καρδιά – και όχι ο καρδιακός μυς – φιλοξενεί κάποια πράγματα τα οποία είτε είναι καλά  είτε είναι άσχημα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Ο Σολομώντας γράφει στο βιβλίο των Παροιμιών «Μετά πάσης φυλάξεως φύλαττε την καρδίαν σου, διότι εκ ταύτης προέρχονται αι εκβάσεις της ζωής» (Παροιμίες  δ΄: 23). Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητές του: «Διότι εκ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταύτα είναι τα μολύνοντα τον άνθρωπο, το δε να φάγη τις με ανίπτους χείρας δεν μολύνει τον άνθρωπο» (Ματθαίος  ιε΄: 19-20). Μολυνόμαστε από αυτά που φιλοξενούμε, δηλαδή από κοσμικά στοιχεία που δεν τα θέλει ο Κύριος. Αν η «πνευματική» καρδιά μου είναι καθαρή, τότε με βάση το Λόγο του Θεού είμαι μακάριος. (Ματθαίος  ε΄: 8)
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι ο άνθρωπος με την παρακοή του στο  θέλημα του Θεού, έχασε την παρουσία του Θεού στη ζωή του με αποτέλεσμα την ψυχική και σωματική διαφθορά του. Διαβάζουμε στο βιβλίο της  Γέννεσης  κεφ. ς΄ εδαφ. 5 : « Και είδεν ο Κύριος ότι επληθύνετο η κακία του ανθρώπου επί της γης, και πάντες οι σκοποί των διαλογισμών της καρδίας αυτού ήσαν μόνον κακία πάσας τας ημέρας.» Έτσι για να μη διαφθαρούν πλήρως όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη αναγκάστηκε ο Θεός αρκετές φορές να επιφέρει δύσκολες καταστάσεις με αποτέλεσμα κάποιοι άνθρωποι έστω και προσωρινά να μετανοούν και να εκζητούν το θέλημα του Θεού στη ζωή τους.
Όμως η ουσιαστική λύση σ’ αυτό το πρόβλημα ήταν δοσμένη από τον Θεό  ‘προ καταβολής του κόσμου’ και προφητεμένη σε πολλά εδάφια της Παλαιάς Διαθήκης. Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά :
«Πάντες ημείς επλανήθημεν ως πρόβατα• εστράφημεν έκαστος εις την οδόν αυτού• και ο Κύριος έθεσεν επ' αυτόν την ανομίαν πάντων ημών. Αυτός ήτο κατατεθλιμμένος και βεβασανισμένος αλλά δεν ήνοιξε το στόμα αυτού• εφέρθη ως αρνίον επί σφαγήν, και ως πρόβατον έμπροσθεν του κείροντος αυτό άφωνον, ούτω δεν ήνοιξε το στόμα αυτού.»(Ησαΐας νγ΄: 6,7)
«αλλ' αύτη θέλει είσθαι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ• μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος, θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών• και θέλω είσθαι Θεός αυτών και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου »  (Ιερεμίας  λα΄: 33 ).
Αυτό λοιπόν που ήταν αδύνατο να κάνει μόνος του ο άνθρωπος εξ αιτίας της αμαρτίας που κατοικούσε μέσα του, το έκανε ο Υιός του Θεού, ο αναμάρτητος Ιησούς Χριστός, χύνοντας το άγιο αίμα Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά με το οποίο μόνο αίμα μπορούν να καθαριστούν οι πνευματικές καρδιές όλων των ανθρώπων που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν.  Έτσι ο άνθρωπος γίνεται νέο κτίσμα με νέα καρδιά που επιποθεί να κάνει το θέλημα του Θεού, εκτιμώντας το έργο του Θεού στη ζωή του και όχι από τον φόβο της τιμωρίας. Τότε εκπληρώνεται η προαναφερθείσα προφητεία του προφήτη Ιερεμία για την νέα (καινή) διαθήκη που υποσχέθηκε ο Θεός. Τότε κατανοούμε τα δια Πνεύματος Αγίου λόγια του αποστόλου Παύλου :  «Και εσάς όντας νεκρούς διά τας παραβάσεις και τας αμαρτίας εζωοποίησεν,  εις τας οποίας περιεπατήσατέ ποτέ κατά το πολίτευμα του κόσμου τούτου, κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος το οποίον ενεργεί την σήμερον εις τους υιούς της απειθείας•  μεταξύ των οποίων και ημείς πάντες ανεστράφημέν ποτέ κατά τας επιθυμίας της σαρκός ημών, πράττοντες τα θελήματα της σαρκός και των διαλογισμών, και ήμεθα εκ φύσεως τέκνα οργής, ως και οι λοιποί•  ο Θεός όμως πλούσιος ων εις έλεος, διά την πολλήν αγάπην αυτού με την οποίαν ηγάπησεν ημάς,  και ενώ ήμεθα νεκροί διά τα αμαρτήματα, εζωοποίησεν ημάς μετά του Χριστού• κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι• και συνανέστησε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις διά Ιησού Χριστού,  διά να δείξη εις τους επερχομένους αιώνας τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού διά της προς ημάς αγαθότητος εν Χριστώ Ιησού.  Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι διά της πίστεως• και τούτο δεν είναι από σας, Θεού το δώρον•  ουχί εξ έργων, διά να μη καυχηθή τις. Διότι αυτού ποίημα είμεθα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός διά να περιπατήσωμεν εν αυτοίς.» (Εφεσίους  β΄: 1-10)
 Βέβαια ο κάθε πιστός πρέπει να εργαστεί με φόβο και τρόμο την σωτηρία του. Τα όπλα του πιστού είναι πνευματικά μιας και η πάλη του δεν είναι ενάντια σε «σάρκα και αίμα», αλλά ενάντια σε πονηρά πνεύματα. Επειδή με τα υλικά μας μάτια δεν μπορούμε να δούμε τον πνευματικό κόσμο, δεν μπορούμε με τις υλικές μας αισθήσεις να αναγνωρίζουμε αν οι διαλογισμοί μας προέρχονται από την καρδιά μας ή από τον εχθρό της ψυχής μας, τον διάβολο, που μας μιλάει στο νου, χωρίς να τον καταλαβαίνουμε. Για παράδειγμα, η Εύα, στον παράδεισο της Εδέμ, έβλεπε με τα μάτια της ένα φίδι να της μιλάει, όμως ο διάβολος δια μέσου αυτού του ερπετού της μιλούσε. Και ο Θεός όταν καταράστηκε το φίδι, μίλησε ευθέως στον διάβολο : «…και έχθραν θέλω στήσει αναμέσον σου και της γυναικός, και αναμέσον του σπέρματος σου και του σπέρματος αυτής∙ αυτό θέλει σου συντρίψει την κεφαλήν, και συ θέλεις κεντήσει την πτέρναν αυτού.» (Γένεση γ΄: 15). Αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε με τη Σταύρωση και Ανάσταση του Κυρίου μας. Συνεπώς οποιοιδήποτε διαλογισμοί έρχονται στο νου και είναι κακοί, δεν σημαίνει αποκλειστικά ότι είναι δικοί μας. Γενικά σε κάθε περίπτωση διαλογισμών, μπορούμε με κριτήριο τον Λόγο του Θεού, να διακρίνουμε τους κακούς διαλογισμούς και μας συμφέρει να ζητήσουμε δια της προσευχής δύναμη από τον Θεό και να τους επιτιμήσουμε στο όνομα του Ιησού Χριστού, ώστε να μην πράξουμε κανέναν από αυτούς. Αν όμως αφήνουμε τους διαλογισμούς να συνεχίζουν στο νου μας, θα βρεθούμε σε πειρασμό, μπορεί να γεννηθεί  επιθυμία και έτσι ελλοχεύει ο κίνδυνος να τους εκτελέσουμε, όπως γράφει ο απόστολος Ιάκωβος στην επιστολή του : «Πειράζεται δε έκαστος, υπό της ιδίας αυτού επιθυμίας παρασυρόμενος και δελεαζόμενος. Έπειτα η επιθυμία αφού συλλάβη, γεννά την αμαρτίαν∙ η δε αμαρτία εκτελεσθείσα γεννά τον θάνατον» (Ιακώβου  α΄ 14-15).
Από εμάς εξαρτάται αν θα δώσουμε τόπο στους πονηρούς διαλογισμούς ή αν θα αγρυπνούμε και θα προσευχόμαστε, όπως μας παρήγγειλε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να μη πέσουμε σε πειρασμό.  Αμήν!

 

« Διότι έχετε χρείαν υπομονής, δια να κάμητε το θέλημα του Θεού, και να λάβητε την επαγγελίαν ». (Εβραίους  ι΄ 36)

« ενδυναμούμενοι εν πάση δυνάμει κατά το κράτος της δόξης αυτού εις πάσαν υπομονήν και μακροθυμίαν »(Κολοσσαείς  α΄ 11)
Η υπομονή είναι μια αρετή γνωστή σε όλους  τους ανθρώπους. Όλοι ακούμε  και λέμε ‘να κάνουμε υπομονή’ και αναφερόμαστε συνήθως σε πράγματα που δεν μας έχουν συμβεί ακόμα, όπως π.χ. για να βρούμε εργασία  (για τους άνεργους),  για να βρούμε τον ή την σύντροφο της ζωής μας  (για τους άγαμους), μέχρι να θεραπευθούμε από μία ασθένεια (για τους ασθενείς) κ.ά. Όταν δηλαδή κάτι μας λείπει και έχουμε την ελπίδα ότι θα μας συμβεί, λέμε ότι πρέπει να κάνουμε υπομονή. Όπως ο λόγος του Κυρίου αναφέρει: « Εάν δε ελπίζωμεν εκείνο, το οποίον δεν βλέπομεν, διά της υπομονής περιμένομεν αυτό » (Ρωμαίους η΄ 25 ).
Επίσης όταν λέμε ‘να κάνουμε υπομονή’ αναφερόμαστε και σε καταστάσεις που είναι δύσκολη η αντιμετώπισή τους όπως αδικίες σε βάρος μας, συκοφαντίες, κολακίες, υβρισμοί, ανίατες ανθρωπίνως  ασθένειες, θάνατοι συγγενών και φίλων και άλλων καταστάσεων που συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου και χαρακτηρίζονται γενικά σαν πειρασμοί και δοκιμασίες.
Η υπομονή μαζί  με την καρτερικότητα και την κατανόηση χαρακτηρίζεται σαν « μακροθυμία », δηλαδή υπομονή χωρίς νευρικότητα και εσωτερικό γογγυσμό. Η λέξη « υπομονή » αναφέρεται αρκετές φορές  στον  λόγο του Κυρίου όπως και η λέξη « μακροθυμία» και με βάση αυτές τις αναφορές θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα για το πώς θα αποκτήσουμε και θα αυξήσουμε αυτές τις αρετές.
Η υπομονή στον χριστιανό εννοείται  διαφορετικά απ’ ότι εννοείται από ανθρώπους που δεν πιστεύουν. Ο χριστιανός ή καλύτερα ο αναγεννημένος χριστιανός, (δηλαδή αυτός που έχει δεχθεί  τον Ιησού Χριστό σαν προσωπικό του Σωτήρα, γεγονός που έχει σαν συνέπεια την πνευματική του αναγέννηση από τον πατέρα Θεό - Κατά Ιωάννη α΄ 12,13), την υπομονή του την στηρίζει στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δηλαδή, όταν ζητάει ένα αίτημα από τον Κύριο και δεν εκπληρώνεται ακόμα το αίτημά του, καταλαβαίνει ότι πρέπει να κάνει υπομονή.  Η υπομονή όμως για να αυξηθεί είναι ανάγκη ο κάθε πιστός να περάσει από πειρασμούς και δοκιμασίες όπως μας πληροφορεί ο Λόγος του Θεού στην επιστολή του Ιακώβου : « … Πάσαν χαράν νομίσατε, αδελφοί μου, όταν περιπέσητε εις διαφόρους πειρασμούς, γνωρίζοντες ότι η δοκιμασία της πίστεώς σας εργάζεται υπομονήν. Η δε υπομονή ας έχη έργον τέλειον, δια να ήσθε τέλειοι και ολόκληροι, μη όντες εις μηδέν ελλιπείς… Μακάριος ο άνθρωπος, όστις υπομένει πειρασμόν• διότι αφού δοκιμασθή, θέλει λάβει τον στέφανον της ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κύριος εις τους αγαπώντας αυτόν. » (Ιακώβου α΄ 3,4,12).
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Λόγος του Θεού κάνει διάκριση ανάμεσα στην υπομονή δύσκολων καταστάσεων που προκύπτουν στην προσπάθειά μας να κάνουμε το θέλημα του Κυρίου και στην υπομονή αυτών που προκύπτουν λόγω αμαρτίας. Διαβάζουμε στην επιστολή Α΄Πέτρου β΄ 19-21, δ΄ 16,17 : « … Διότι τούτο είναι χάρις, το να υποφέρη τις λύπας διά την εις τον Θεόν συνείδησιν, πάσχων αδίκως. Διότι ποία δόξα είναι, εάν αμαρτάνοντες και ραπιζόμενοι υπομένητε; εάν όμως αγαθοποιούντες και πάσχοντες υπομένητε, τούτο είναι χάρις παρά τω Θεώ. Διότι εις τούτο προσεκλήθητε, επειδή και ο Χριστός έπαθεν υπέρ υμών, αφίνων παράδειγμα εις υμάς διά να ακολουθήσητε τα ίχνη αυτού•…Διότι μηδείς υμών ας μη πάσχη ως φονεύς ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως περιεργαζόμενος τα αλλότρια, αλλ' εάν πάσχη ως Χριστιανός, ας μη αισχύνηται, αλλ' ας δοξάζη τον Θεόν κατά τούτο. »
Βέβαια επειδή είμαστε άνθρωποι και φταίμε σε πολλά όλοι, χάνουμε πολλές φορές την υπομονή μας και γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να τη ζητάμε, μαζί με τα άλλα αιτήματά μας, από τον Θέο. Λέει ο απόστολος Παύλος στον Τιμόθεο, « Συ όμως, ω άνθρωπε του Θεού, ταύτα φεύγε,∙ ζήτει δε δικαιοσύνην, ευσέβειαν, πίστην, αγάπην, υπομονήν, πραότητα » (Τιμόθεον Α ς΄ 11). Επίσης έχοντας υπόψη ότι η μακροθυμία είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος (Γαλάτας ε΄ 22), συμπεραίνουμε ότι δεν πρέπει να λυπούμε το Άγιο Πνεύμα με τη ζωή μας αλλά να πληρωνόμαστε δια του Πνεύματος όπως ο Λογος του Κυρίου μας αναφέρει.
Έτσι λοιπόν, ο Λόγος του Θεού είναι ο άμεσος μας  σύμβουλος, μας διδάσκει που να κάνουμε υπομονή  και πώς να την ζητήσουμε από τον Κύριο και επί πλέον μας αναφέρει παραδείγματα πιστών ανθρώπων που αντιμετώπισαν νικηφόρα μεγάλες δοκιμασίες . Ένα από τα πιο ωραία παραδείγματα της Γραφής για την υπομονή, είναι το παράδειγμα του Ιώβ, « Ιδού, μακαρίζομεν τους υπομένοντας∙  ηκούσατε την υπομονήν του Ιώβ, και είδετε το τέλος του Κυρίου, ότι είναι πολυεύσπλαχνος ο Κύριος και οικτίρμων » (Ιακώβου ε΄ 11). Ο Ιώβ, που κάποτε ήταν ο πιο πλούσιος άνθρωπος της ανατολής, κατάντησε ο πιο φτωχός και όχι μόνο αυτό, αλλά έχασε και τα δέκα παιδιά του όπως και την υγεία του. Επειδή κράτησε την ακεραιότητά του και δεν βωμολόχησε κατά του Κυρίου, όπως ήθελε ο διάβολος να συμβεί, ο Κύριος στο τέλος τον ευλόγησε, διπλασίασε την περιουσία του και γέννησε άλλα δέκα παιδιά. Ο Ιώβ, στο προσωπικό του αγώνα βγήκε νικητής επειδή στηρίχθηκε στον Κύριο. Έφθασε να πει: « Και αν με θανατόνη, εγώ θέλω ελπίζει εις αυτόν• πλην θέλω υπερασπισθή τας οδούς μου ενώπιον αυτού. » (Ιώβ ιγ΄ 15).
Ο Κύριος επειδή γνωρίζει τα όρια αντοχής των παιδιών του, « οικοδομεί » εντός της ψυχής την υπομονή, η οποία αυξάνεται όταν δοκιμάζεται η πίστη μας. Ένα πολύ σημαντικό εδάφιο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι: « Πειρασμός δεν σας κατέλαβεν ειμή ανθρώπινος• πιστός όμως είναι ο Θεός, όστις δεν θέλει σας αφήσει να πειρασθήτε υπέρ την δύναμίν σας, αλλά μετά του πειρασμού θέλει κάμει και την έκβασιν, ώστε να δύνασθε να υποφέρητε. » (Α΄Κορινθίους ι΄ 13)
Δηλαδή εμείς κρατάμε την πίστη στον Κύριο, σε κάθε δοκιμασία που θα μας συμβεί στην χριστιανική μας πορεία και ο Κύριος αυξάνει την υπομονή μας και συγχρόνως κάνει έκβαση επιτρέποντας να σηκώνουμε βάρος όσο αντέχουμε.
Την υπομονή την χρειαζόμαστε για να κάνουμε το θέλημα του Κυρίου και να λάβουμε κάθε επαγγελία του Θεού σε μας (Εβραίους  ι΄ 36). Ακόμα και όταν θέλουμε να κάνουμε την ομολογία μας σε άνθρωπο που δεν έχει γνωρίσει ακόμα τον Κύριο, θα πρέπει να περιμένουμε προσευχόμενοι, ο Κύριος να μας ανοίξει «θύρα λόγου», για να ομολογήσουμε όταν και όπως πρέπει τα θαυμάσια του Κυρίου. Κάνοντας το θέλημα του Κυρίου, που είναι με μια λέξη ο αγιασμός μας, θα διατηρήσουμε την σωτηρία των ψυχών μας. Μέχρι την έλευση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού θα κάνουμε υπομονή γιατί όπως ο ίδιος είπε ‘διά της υπομονής σας αποκτήσατε τας ψυχάς σας’ (Λουκάς κα΄ 19). Αμήν!

 

 

 

 
 Ο Κύριος μετά την Ανάστασή του, εμφανιζόταν  στους μαθητές του για 40 ημέρες, μιλώντας για την βασιλεία του Θεού. Όταν οι μαθητές τον ρώτησαν πότε αποκαθιστά την βασιλεία στο Ισραήλ, εκείνος τους απάντησε πως δεν ανήκει σε αυτούς να γνωρίζουν τους χρόνους και τους καιρούς που ανήκουν στην εξουσία του Πατέρα Θεού, αλλά θα λάβουν δύναμη όταν το Άγιο Πνεύμα θα έρθει σε αυτούς και θα είναι μάρτυρες του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ, σε όλη την Ιουδαία και Σαμάρεια, μέχρι το τελευταίο μέρος της Γης. Όταν ο Κύριος αναλήφθηκε, αποφάσισαν οι μαθητές, σύμφωνα με την προφητεία του ρθ΄ ψαλμού (εδάφιο 8) να ορίσουν τον 12ο απόστολο. Μετά την ομιλία του Πέτρου, έθεσαν ενώπιον όλων τον Ιούστο και τον Ματθία, οι οποίοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Αφού προσευχήθηκαν στο Θεό, έριξαν κλήρο και ο κλήρος έπεσε στον Ματθία.
Την ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι οι απόστολοι μαζί με άλλους μαθητές, την μητέρα και τους αδελφούς του Κυρίου (συνολικά 120 ψυχές), ομοθυμαδόν στο ίδιο μέρος. Στις 9 η ώρα το πρωί,  βαπτίστηκαν όλοι με Άγιο Πνεύμα ώστε εξεπλάγησαν οι Ιουδαίοι που είχαν μαζευτεί από όλα τα έθνη στην Ιερουσαλήμ για την εορτή, γιατί τους άκουγαν να μιλούν στις γλώσσες τους τα μεγαλεία του Θεού. Ενώ άλλοι απορούσαν και άλλοι χλεύαζαν, έλαβε το λόγο ο Πέτρος και τους είπε πως αυτό που συνέβη είναι η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού, σύμφωνα με την προφητεία του προφήτη Ιωήλ, ότι θα λάβουν το Άγιο Πνεύμα. Στη  συνέχεια τους μίλησε  για το έργο, τη σταύρωση και ανάσταση του Κυρίου,   ώστε στο τέλος πολλοί από αυτούς που τον άκουγαν μετανόησαν και  βαπτίστηκαν στο νερό. Συνολικά έως τρεις χιλιάδες άτομα προστέθηκαν την ημέρα αυτή στην εκκλησία της Ιερουσαλήμ. Τα βασικά χαρακτηριστικά των πιστών της πρώτης εκκλησίας ήταν ότι όλοι παρακολουθούσαν τη διδασκαλία  των αποστόλων, είχαν συχνή επικοινωνία μεταξύ τους, μεταλάμβαναν την Θεία Κοινωνία   και  προσευχόταν αδιαλείπτως. (Πράξεις, β΄: 42). Η εκκλησία της Ιερουσαλήμ είναι η πρώτη συγκροτημένη εκκλησία του Ιησού Χριστού και αποτέλεσε την βάση πνευματικής καθοδήγησης των τοπικών εκκλησιών που μετέπειτα δημιουργήθηκαν (Πράξεις, ις΄: 4).
Έπειτα, μετά τον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στέφανου έγινε μεγάλος διωγμός κατά της εκκλησίας των Ιεροσολύμων και διασκορπίστηκαν οι περισσότεροι μαθητές στην Ιουδαία και στη Σαμάρεια, εκτός των αποστόλων. Στη Σαμάρεια, ο διάκονος Φίλιππος κήρυξε τον Χριστό και ο Θεός έκανε πολλά θαύματα με αυτόν  με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί. Όταν άκουσαν οι απόστολοι για τον ευαγγελισμό της Σαμάρειας έστειλαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη  για να λάβουν  Άγιο Πνεύμα οι πιστοί στη Σαμάρεια. Το ευαγγελιστικό έργο συνεχίστηκε και στα χωριά των Σαμαρειτών.
  Βλέπουμε αργότερα την αναγέννηση του αποστόλου Παύλου ο οποίος ήταν διώκτης της εκκλησίας, αλλά μετά από ενέργεια  του Ιησού Χριστού  στην ζωή του, βρέθηκε μαζί με τους μαθητές του Κυρίου στη Δαμασκό, όπου και εκεί υπήρξε εκκλησία. Αργότερα οι εκκλησίες πολλαπλασιάστηκαν και εξαπλώθηκαν σε όλη την Ιουδαία, Γαλιλαία και Σαμάρεια και περπατούσαν στο φόβο του Κυρίου και με την παρηγοριά του Αγίου Πνεύματος αυξανότανε ( Πράξεις, θ΄:31).
  Όσοι διασκορπίστηκαν μετά τον διωγμό, την ημέρα του λιθοβολισμού του Στέφανου, εξαπλώθηκαν στη Φοινίκη, Κύπρο και Αντιόχεια, όπου στην τελευταία δημιουργήθηκε εκκλησία και εκεί ονομάστηκαν για πρώτη φορά οι μαθητές Χριστιανοί (Πράξεις, ια΄:26). Εκείνες τις μέρες κατέβηκαν προφήτες από τα Ιεροσόλυμα στην Αντιόχεια και ένας από αυτούς, ο Άγαβος, προφήτεψε δια Πνεύματος Αγίου ότι θα γίνει πείνα σε όλη την οικουμένη, η οποία και συνέβη στις ημέρες του Κλαύδιου Καίσαρα. Τότε οι αδελφοί αποφάσισαν να στείλουν βοήθεια, ότι ο καθένας μπορούσε να δώσει, στους αδερφούς της Ιουδαίας και την έστειλαν στους πρεσβυτέρους μέσω του Παύλου και του Βαρνάβα.
  Ο Παύλος και ο Βαρνάβας κήρυξαν το Λόγο του Θεού στην Κύπρο, στις συναγωγές των Ιουδαίων και αργότερα στην Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Λυκαονία, Λύστρα, Δέρβη και στα εκεί περίχωρα. Φαίνεται ότι δημιουργήσανε εκκλησίες επειδή αναφέρεται στο Λόγο ότι χειροτονήσανε πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία (Πράξεις, ιδ΄: 23). Ακόμα, μετά από μια διαφωνία μεταξύ του Παύλου και του Βαρνάβα σχετικά με το αν θα παίρνανε μαζί τους τον Μάρκο, χωρίσανε μεταξύ τους και ο Βαρνάβας με τον Μάρκο επισκέφθηκαν τους αδελφούς στην Κύπρο ενώ ο Παύλος με τον Σίλα ενίσχυσαν τις εκκλησίες της Συρίας και της Κιλικίας (Πράξεις, ιε΄:41).
  Στη συνέχεια, μετά από οδηγία του Κυρίου δια οράματος, ο Παύλος μαζί με τον Σίλα και άλλους, πήγανε στη Μακεδονία, στους Φιλίππους όπου κηρύξανε το Λόγο και πίστεψε η Λυδία και η οικογένειά της. Επίσης πίστεψαν και ο δεσμοφύλακας με την οικογένειά του, μετά από ενέργεια του Κυρίου μέσα στη φυλακή όπου είχανε βάλει τον Παύλο και τον Σίλα και έτσι στους Φιλίππους έγινε η ομώνυμη εκκλησία. Αφού πήγαν στη Θεσσαλονίκη, μίλησαν  στη συναγωγή των Ιουδαίων, πίστεψαν  αρκετοί και  δημιουργήθηκε  και εκεί εκκλησία. Στη συνέχεια, μετά από διωγμό κάποιων Ιουδαίων, πήγαν στη Βέροια, όπου πίστεψαν  πολλοί εξετάζοντας κάθε μέρα, αν τα λεγόμενα από τους αποστόλους συμφωνούσαν με τις γραφές. Αλλά και εκεί ήρθαν οι ίδιοι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης και προκάλεσαν ταραχή στο λαό της Βέροιας, με αποτέλεσμα ο Παύλος να πάει στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσά μας, ο Παύλος μίλησε στο Άρειο Πάγο, με αποτέλεσμα να πιστέψουν αρκετοί. Μετέπειτα, πήγε στην Κόρινθο, όπου γνώρισε  ένα ανδρόγυνο που ήταν Εβραίοι (Ακύλας και Πρίσκιλλα) και με το λόγο του πίστεψαν  πολλοί και έτσι δημιουργήθηκε η εκκλησία της Κορίνθου.
  Μετά την Κόρινθο ο Παύλος επέστρεψε στην Έφεσο και από κει πάλι στη Μακεδονία και υπόλοιπη Ελλάδα. Μετά απέπλευσε από τους Φιλίππους για Τρωάδα και συνέχισε με σύντομες στάσεις σε Άσσο, Μυτιλήνη και Σάμο ώσπου έφθασε στη Μίλητο. Εκεί κάλεσε τους πρεσβύτερους της εκκλησίας της Εφέσου και τους μίλησε  για τελευταία φορά και τους έδωσε οδηγίες σχετικά με το πώς πρέπει να υπηρετούν τον Κύριο(Πράξεις, κ΄:17-38). Στη συνέχεια μετά από στάσεις σε Κω, Ρόδο, Πάταρα, αποβιβάστηκε από το πλοίο στην Τύρο, όπου έμεινε και συμπροσευχήθηκε με τους εκεί αδελφούς, επτά ημέρες. Ύστερα έμεινε μια ημέρα και στους αδελφούς στη Πτολεμαΐδα. Μετά έφθασε στη Καισάρεια όπου πληροφορήθηκε από τον προφήτη Άγαβο ότι  θα τον δέσουν οι Ιουδαίοι στην Ιερουσαλήμ και θα τον παραδώσουν  στους Ρωμαίους. Έτσι έγινε και αφού ο Παύλος ομολόγησε τον Κύριο στον ηγεμόνα Φήστο και στον βασιλιά Αγρίππα, ο τελευταίος τον έστειλε στη Ρώμη. Πριν φτάσει πέρασε περιπέτειες με το πλοίο μαζί με τους άλλους που ήταν μαζί.  Το πλοίο ναυάγησε στη νήσο Μάλτα, χωρίς να πνιγεί κανένας από τους επιβαίνοντες και ο Κύριος σύστησε τον Παύλο στους κατοίκους του νησιού με το να θεραπεύσει τους μεταξύ τους ασθενείς μετά από προσευχή του Παύλου γι’ αυτούς. Τελικά ο Παύλος, έφθασε στη Ρώμη όπου συναντήθηκε με τους αδελφούς  της εκεί εκκλησίας από τους οποίους ενισχύθηκε και στη συνέχεια για δύο χρόνια βοήθησε την εκκλησία να αυξηθεί κηρύττοντας τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Το ευαγγελιστικό έργο έγινε και σε άλλα μέρη όπως στην Ιλλυρία (σημερινή Αλβανία και χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας ) από τον απόστολο Παύλο (Ρωμ. ιε΄:19) και τους άλλους αποστόλους (Κολοσσαείς α΄23). Άλλες εκκλησίες γίνανε, στη Κρήτη (Τίτο, α΄:5), στο σπίτι του Φιλήμονα, Γαλατία, Κολοσσαίς, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια και σε πολλά άλλα μέρη.
 Η εκκλησία του Κυρίου  πέρασε μέχρι σήμερα πολλούς διωγμους αλλά όπως ο Κύριος είπε στον απόστολο Πέτρο για την εκκλησία Του ‘πύλαι άδου δεν θέλουσιν ισχύσει κατ' αυτής.’ (Ματθαίος, ις΄:18)
Στο ερώτημα ‘Ποια είναι σήμερα η εκκλησία του Ιησού Χριστού;’ αυτό  που μπορούμε να πούμε σε κάθε ειλικρινή  Χριστιανό που ψάχνει, είναι πρώτα να πάρει και να μελετήσει την Καινή Διαθήκη ώστε να δει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εκκλησίας του Ιησού Χριστού και μετά να προσευχηθεί ένθερμα και ο Κύριος θα του φανερώσει, μιας και Αυτός είναι που ‘προσέθετε καθ’ ημέραν εις την εκκλησίαν τους σωζομένους’(Πράξεις, β΄:47). Αμήν!

 

 Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού. Αυτό επειδή ο Κύριός μας ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε την τρίτη ημέρα μετά τον θάνατό Του (ως άνθρωπος), βάζοντας ένα τέλος στον αιώνιο θάνατο που ήταν καταδικασμένος ο άνθρωπος. Με τη σταυρική Του θυσία ο Κύριός πλήρωσε με το Άγιό Του αίμα για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων που θα πιστέψουν σ’ Αυτόν και θα Του ζητήσουν να τους συγχωρέσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατά χάρη σωτηρίας αποτελεί η περίπτωση του ενός από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Κύριο.  Ο Χριστός, με την ανάστασή Του, έγινε ο πρωτότοκος εκ των νεκρών (Κολοσσαείς, α΄:18) και ή απαρχή των κεκοιμημένων (Α΄Κορινθίους, ιε΄:20). Στην ανάσταση του Κυρίου μας, στηρίζεται ολόκληρη η χριστιανική πίστη επειδή αποτελεί την απόδειξη ότι ο Κύριος ήταν αναμάρτητος. Αν είχε  αμαρτία ο θάνατος θα είχε εξουσία επάνω Του και ο Πατέρας Θεός δεν θα μπορούσε να Τον αναστήσει μιας και ο μισθός της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Αναφέρουμε μερικά σχετικά εδάφια της Καινής Διαθήκης από τις επιστολές του αποστόλου Παύλου:
«Διότι παρέδωκα εις εσάς εν πρώτοις εκείνο, το οποίον και παρέλαβον, ότι ο Χριστός απέθανε διά τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς,και ότι ετάφη, και ότι ανέστη την τρίτην ημέραν κατά τας γραφάς, και ότι εφάνη εις τον Κηφάν, έπειτα εις τους δώδεκα…… τελευταίον δε πάντων εφάνη και εις εμέ ως εις έκτρωμα. Διότι εγώ είμαι ο ελάχιστος των αποστόλων, όστις δεν είμαι άξιος να ονομάζωμαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησίαν του Θεού……  Εάν δε ο Χριστός κηρύττηται ότι ανέστη εκ νεκρών, πως τινές μεταξύ σας λέγουσιν ότι ανάστασις νεκρών δεν είναι;  Και εάν ανάστασις νεκρών δεν ήναι, ουδ' ο Χριστός ανέστη ……  αλλ' εάν ο Χριστός δεν ανέστη, ματαία η πίστις σας έτι είσθε εν ταις αμαρτίαις υμών.» (Α΄Κορ. ιε΄: 3,4,5,8,9,12,13,17).
«διότι τον μη γνωρίσαντα αμαρτίαν έκαμεν υπέρ ημών αμαρτίαν, διά να γείνωμεν ημείς δικαιοσύνη του Θεού δι' αυτού. » (Β΄Κορ. ε΄:21)
  Όσο αφορά τον όρο Πάσχα, στην Αγία Γραφή αναφέρεται πρώτη φορά στο βιβλίο της Εξόδου στο εδάφιο 11 του 12ου κεφαλαίου. Σαν λέξη έχει διάφορες ερμηνείες, η βιβλική της όμως ερμηνεία είναι: προσπέρασμα.Για την κατανόηση της λέξης αναφέρουμε περιληπτικά τα σχετικά γεγονότα:
Ο Θεός είχε αποστείλει τον Μωυσή να βγάλει τον λαό από την γη της Αιγύπτου. Ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Φαραώ δεν ήθελε να αφήσει τον λαό  να φύγει, παρ’ όλες τις θεομηνίες  που ο Θεός επέφερε στο λαό της Αιγύπτου. Έτσι, ο Κύριος κάλεσε τον Μωυσή και τον Ααρών τον αδερφό του να αναγγείλει στο λαό Ισραήλ κάτι καινούριο. Στις 10 του μήνα που διένυαν  να διαλέξει κάθε οικογένεια του Ισραήλ ένα υγιές αρσενικό αρνί ενός έτους και στις 14 του ίδιου μήνα να το σφάξουν προς το βράδυ και από το αίμα του να «βάψουν» τους δυο παραστάτες και το ανώφλι κάθε πόρτας όλων των σπιτιών. Το αρνί, βάσει εντολής του Κυρίου, έπρεπε να ψηθεί και να φαγωθεί με άζυμα και με πικρά χόρτα και ότι περίσσευε  το πρωί να καιόταν. Μάλιστα έπρεπε να είναι έτοιμοι για αναχώρηση, ζωσμένοι τη μέση τους, έχοντας φορέσει τα παπούτσια τους και κρατώντας την ράβδο τους στα χέρια τους. Έπρεπε να το φάνε γρήγορα. Ο λόγος ήταν ότι ο Κύριος για να κάμψει την αντίσταση του Φαραώ, αποφάσισε να εξολοθρεύσει κάθε πρωτότοκο στην Αίγυπτο, από ανθρώπου έως και ζώου. Μόνο όσοι είχαν «βάψει» με το αίμα του αρνιού τους δυο παραστάτες και το ανώφλι της πόρτας τους θα ήταν γι’ αυτούς σημείο ώστε ο άγγελος να προσπερνούσε το σπίτι τους και να μην τους συνέβαινε το κακό. Έτσι και έγινε, κάθε πρωτότοκο στην Αίγυπτο πέθανε, από ανθρώπου μέχρι ζώου και ο Φαραώ παρακάλεσε  τον Μωυσή και τον Ααρών να πάρουν το λαό και να φύγουν. Ο λαός ζήτησε από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά, αργυρά και πολλά ρούχα. Αργότερα, επακολούθησε η έξοδος από την Ερυθρά Θάλασσα.
 Το Πάσχα παρέμεινε ως εορτή που θύμιζε στους Εβραίους αυτές τις ενέργειες του Κυρίου και κυρίως το προσπέρασμα του αγγέλου από τα σπίτια των Ισραηλιτών που είχαν στις πόρτες τους το αίμα  από το σφαγμένο αρνί. Αυτό φαίνεται καθαρά στα επόμενα εδάφια :   Και όταν εισέλθητε εις την γην, την οποίαν ο Κύριος θέλει σας δώσει καθώς ελάλησε, θέλετε φυλάξει την λατρείαν ταύτην.  Και όταν σας λέγωσιν οι υιοί σας, Τι σημαίνει εις εσάς η λατρεία αύτη; θέλετε αποκρίνεσθαι, Τούτο είναι θυσία του πάσχα εις τον Κύριον, διότι παρέτρεξε τας οικίας των υιών Ισραήλ εν Αιγύπτω, ότε επάταξε τους Αιγυπτίους και έσωσε τας οικίας ημών. (Έξοδος ιβ΄: 25-27)
Σήμερα, το Πάσχα στην Ελλάδα γιορτάζεται σ’ όλη τη χώρα με ιδιαίτερη λαμπρότητα και πολλές παραδόσεις. Πρώτα προηγείται η Σαρακοστή, δηλαδή 40 ημέρες νηστείας μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο, οπότε οι περισσότεροι πιστοί μεταλαμβάνουν. Βάφονται κόκκινα αυγά, ψήνονται τσουρέκια και κουλούρια, ετοιμάζεται η μαγειρίτσα και το αρνί για ψήσιμο. Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου γίνεται η πρώτη ανάσταση που σε πολλά μέρη συνοδεύεται με ρίψη βεγγαλικών, κροτίδων και φωτοβολίδων. Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα γίνεται η λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης  και ακολουθούν σε όλη την χώρα πολλές εορταστικές και χορευτικές εκδηλώσεις με ανταλλαγή ευχών, τσούγκρισμα αυγών κ.ά. Όμως, όπως πολλοί ομολογούν με λόγια και έργα, εορτάζουν χωρίς να πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού.  Είναι σωστό όμως να εορτάζουμε έτσι τυπικά, να λέμε «Χριστός Ανέστη», χωρίς να έχουμε γνωρίσει τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ώστε να έχουμε προσωπική μαρτυρία ότι είναι αναστημένος;
Καλό και ευπρόσδεκτο είναι ενώπιον του Θεού οι Χριστιανοί να εορτάζουν το Χριστιανικό Πάσχα. Ο απόστολός Παύλος μας προτρέπει δια Πνεύματος Αγίου:   «Καθαρίσθητε λοιπόν από της παλαιάς ζύμης, διά να ήσθε νέον φύραμα, καθώς είσθε άζυμοι. Διότι το πάσχα ημών εθυσιάσθη υπέρ ημών, ο Χριστός ώστε ας εορτάζωμεν ουχί με ζύμην παλαιάν, ουδέ με ζύμην κακίας και πονηρίας, αλλά με άζυμα ειλικρινείας και αληθείας» (Α΄Κορινθίους, ε΄:7,8).
Ο αμνός του Θεού που σήκωσε την αμαρτία όλου του κόσμου είναι ο Υιός Του, ο Ιησούς Χριστός. Πάνω στο σταυρό του Γολγοθά έχυσε το Άγιο αίμα Του ‘εις άφεσιν αμαρτιών’. Έτσι όποιος μετανοήσει και επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, όπως ο ένας από τους δύο ληστές, σώζεται. Δηλαδή ο Ιησούς Χριστός αφαιρεί με το αίμα Του, τις αμαρτίες  του μετανοημένου πιστού ανθρώπου και έτσι φεύγει η οργή του Θεού από τον άνθρωπο μιας και ‘οι παραστάτες και το κατώφλι της οικίας’ του είναι βαμμένοι  με  το αίμα του αμνού του Θεού, του  Ιησού Χριστού.
Αγαπητέ φίλε, ο Ιησούς Χριστός είναι αναστημένος. Αν δεν έχεις ακόμη ζητήσει, ζήτα σήμερα τον Χριστό στη ζωή σου, να Τον γνωρίσεις σαν προσωπικό σου Σωτήρα και να εορτάζεις ουσιαστικά το Πάσχα έχοντας προσωπική μαρτυρία για την ανάστασή Του. Ο Χριστός πέθανε για να μας λυτρώσει από τον αιώνιο θάνατο και αναστήθηκε πρώτος για να αναστηθούμε και εμείς ώστε να είμαστε μαζί Του στην ουράνια Βασιλεία.    Ο Ιησούς είναι που αφαιρεί κάθε μέρα τις αμαρτίες μας με το αίμα Του το Άγιο, εφόσον Του το ζητήσουμε και μας δίνει τη δύναμη να κάνουμε τις εντολές Του. Έτσι  θα μεταλαμβάνουμε άξια του Σώματος και του Αίματός Του, όπως μας παρήγγειλε να κάνουμε σε ανάμνηση της θυσίας Του. Αμήν!

 
Περισσότερα Άρθρα...

Όσοι δε εδέχθησαν αυτόν, εις αυτούς έδωκεν εξουσίαν να γείνωσι τέκνα Θεού, εις τους πιστεύοντας εις το όνομα αυτού· οίτινες ουχί εξ αιμάτων ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν. (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον α' 12)