Μενού

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;
 
Αρχική σελίδα

 

Ονομάζομαι Αφροδίτη Τρομπούκη. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ στα Ιωάννινα. Εδώ πήγα σχολείο: στο δημοτικό, γυμνάσιο και τελείωσα την σχολή Νηπιαγωγών της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ιωαννίνων. Στα 23 μου χρόνια διορίστηκα και στα 28 μου παντρεύτηκα. Με τον άντρα μου γνωριζόμασταν από παιδιά του γυμνασίου. Ήμασταν ένα αγαπημένο ζευγάρι, αλλά τυπικοί χριστιανοί. Ένα χρόνο μετά τον γάμο γεννήθηκε η κόρη μου και τρία χρόνια μετά τον γάμο, ο άντρας μου έχασε την ζωή του από τροχαίο ενώ ήμουν έξι μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί μας. Ο θάνατός του για μένα ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Από μικρή αγαπούσα τον Ιησού Χριστό και πίστευα ότι ήταν Υιός του Θεού. Πήγαινα τυπικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις μεγάλες γιορτές, χωρίς να έχω συνειδητή σχέση με τον Θεό. Μέχρι τα 55 μου χρόνια δεν είχα διαβάσει την Αγία Γραφή, ούτε μου είχε υποδείξει κάποιος να την διαβάσω, αν και πήγαινα στο κατηχητικό όταν ήμουν μαθήτρια του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Στα πενήντα πέντε μου χρόνια μια συμμαθήτριά μου από το γυμνάσιο μου μιλούσε για την αγάπη του Θεού και την σωτηρία που χαρίζει. Με ρώτησε αν θέλω να δώσω την καρδιά μου στον Θεό. Δέχτηκα και έκανε μια προσευχή αφιέρωσης  για μένα. Μου χάρισε μια Καινή Διαθήκη, κασέτες με κηρύγματα και ύμνους. Άρχισα να διαβάζω, αν και δυσκολευόμουν να καταλάβω αυτά που διάβαζα. Επέμενα όμως με μεγάλο ζήλο και μελετούσα κάθε μέρα σχολαστικά.
Είχα περάσει πολλές δυσκολίες μεγαλώνοντας τα δυο παιδιά μου από μωρά και γι’ αυτό απορούσα  πως είναι δυνατόν ο Θεός ο Κυρίαρχος του ουρανού και της γης να επιτρέπει, να βασανίζεται από άπειρες δυσκολίες ο άνθρωπος, αφού ο Θεός τόσο πολύ τον αγάπησε, ώστε έστειλε τον Υιόν Του να θυσιαστεί γι’ αυτόν. Τις απορίες πότε τις συζητούσα με άλλους αδελφούς και πότε λύνονταν καθώς μελετούσα την Αγία Γραφή σχολαστικά. Ο Θεός όμως για να με στηρίξει και να με δυναμώσει πνευματικά μου έδειξε δυνατά ενύπνια. Θα περιγράψω το πρώτο, που μου αύξησε πολύ τον ζήλο μου, την αγάπη και την πίστη μου στο Πρόσωπό Του. Είδα ότι βρισκόμουν στην πλαγιά ενός βουνού. Νομίζω ότι ήταν το βουνό που βρίσκεται απέναντι από τα Γιάννινα. Καθόμουν μαζί με πολλά άτομα κάτω στο έδαφος. Ανάμεσά μας περπατούσε ο Ιησούς Χριστός. Είχε λευκό μακρύ χιτώνα και γλυκύτατο πρόσωπο, αλλά δεν διέκρινα χαρακτηριστικά.  Έβαλε το δεξί του χέρι στο κεφάλι του καθενός και τον ευλογούσε. Εγώ έβαλα το πρόσωπό μου στα χέρια μου και ρωτούσα τον Θεό αν θα ερχόταν και σε μένα. Ξαφνικά ένοιωσα το χέρι Του στο κεφάλι μου και μια τρομερή δύναμη να με πιέζει, χωρίς να μου κάνει κανένα κακό. Σηκώνω το κεφάλι μου, κοιτάζω τον Ιησού και μου λέει: αυτό που ζητάς θα γίνει. Ζητούσα εκείνο τον καιρό κάποιο χάρισμα. Με την δύναμη αυτή που ένοιωσα, αισθάνθηκα μια τεράστια χαρά, να με πλημμυρίζει, σαν κάτι να χοροπηδάει μέσα στην κοιλιά μου. Αυτό το αίσθημα διατηρήθηκε όλο το υπόλοιπο της νύχτας και όλη την άλλη μέρα που ξημέρωσε. Όλη αυτήν την ημέρα ήμουν πολύ χαρούμενη και έψελνα ύμνους στον Κύριο. Ήθελα να βγω στον δρόμο και να φωνάξω στο κάθε περαστικό ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ζωντανός αναστημένος και σ’ αγαπάει. Ήθελα να τους αγκαλιάσω όλους, «ποταμοί ζώντος ύδατος ανάβλυζαν από την κοιλιά μου», έτσι καθώς είναι γραμμένο στον Λόγο Του.
Εκείνη την ημέρα ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΗΚΑ. Δύο χρόνια αργότερα απ’ όταν τον δέχτηκα Κύριο στη ζωή μου. Από τότε διάβαζα την Αγία Γραφή και άκουγα καθημερινά κηρύγματα και ομολογίες πιστών με ακόμα πιο μεγάλη αγάπη και φοβερό ενδιαφέρον για να μάθω πιο πολλά. Σηκωνόμουν το πρωί μια ώρα πιο νωρίς για να διαβάσω και να προσευχηθώ. Μίλησα σε πολλούς ανθρώπους για τον Θεό και έδωσα πολλές γραφές. Επειδή αγαπούσα πολύ τον Ιησού νόμιζα ότι είναι το ίδιο εύκολο να συμβεί στον καθένα. Πέντε χρόνια μετά την αναγέννηση βαπτίστηκα στο νερό και ύστερα από ένα χρόνο στο Άγιο Πνεύμα. Για πολλά χρόνια πήγαινα σε κατ’ οίκον συναθροίσεις πεντηκοστιανές και ο Κύριος ήταν μαζί μας και μας ευλογούσε πολύ δυνατά. Για μερικά χρόνια έμεινα μόνη μου, με την θέλησή μου, αλλά συμπροσευχόμουν με αδελφούς συχνά. Εδώ και έξι χρόνια πηγαίνω στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής και προσεύχομαι ο Κύριος να την δυναμώσει και να την υψώσει προς σωτηρία πολλών ψυχών. 
Όλα αυτά τα χρόνια είκοσι έξι περίπου που ζω με τον Κύριο, αντιμετώπισα και αντιμετωπίζω προβλήματα, όπως κάθε συνειδητός χριστιανός. Ο εχθρός της ψυχής τους πιστούς κυνηγάει με πείσμα, γιατί τους άλλους τους έχει στο χέρι του. Μερικές φορές γκρινιάζω και παραπονιέμαι, αλλά δεν απομακρύνθηκα ούτε μια μέρα από κοντά Του και επειδή Τον εμπιστεύομαι κάνει πάντα έκβαση αγαθή στην στιγμή που Εκείνος κρίνει. Κάποτε παραπονέθηκα στον Θεό και ρώτησα: Γιατί ήρθες στην ζωή μου στα πενήντα πέντε μου χρόνια, ενώ είχα μεγάλη ανάγκη από την παρουσία σου, την αγάπη σου και την προστασία σου από τα νιάτα μου; Μια φωνή απαλή, τρυφερή μέσα μου είπε: Τα 55 σου χρόνια είναι πολύ λίγα μπροστά στην αιωνιότητα. Αυτή η συνειδητή χριστιανική πορεία μου με δίδαξε ότι ο συνειδητός χριστιανός πρέπει να μένει στο πιστεύω-εμπιστεύομαι-παραδίνομαι. Να υπακούει στις εντολές Του και να τις εκτελεί, χωρίς αυτό να γίνεται με φανατισμό ούτε νόμος.
Θέλω να πω στον Ύψιστο ένα μεγάλο Ευχαριστώ για την σωτηρία που μου χάρισε και να με βοηθήσει να μείνω κοντά Του με υπομονή και υποταγή στο θέλημά Του μέχρι το τέλος της ζωής μου.

 

«Υψώνω τους οφθαλμούς μου προς τα όρη, πόθεν θέλει ελθεί η βοήθεια μου; Η    βοήθεια μου έρχεται από του Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην»
Ψαλμός ρκα 1,2
Μέσα στα μεγάλα αδιέξοδα της ζωής, όταν ο άνθρωπος ζητάει απεγνωσμένα κάπου να στηριχθεί, ο Κύριος είναι ο μόνος αληθινός βοηθός. Αυτόν το μήνα ο Μιχάλης Μακρογιάννης, θα μας δώσει τη δική του μαρτυρία, για το πώς γνώρισε μέσα στη ζωή του, τον Ιησού Χριστό.
-Μιχάλη, πες μας τη μαρτυρία σου, ξεκινώντας από τα παιδικά σου χρόνια. 
-Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1967 και μεγάλωσα στον Κορυδαλλό. Οι γονείς μου και ειδικά η μητέρα μου, ήταν πολύ θρησκευόμενοι άνθρωποι. Πηγαίναμε στην Τήνο κάθε καλοκαίρι, επισκεπτόμασταν διάφορα μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα, εγώ πήγαινα κατηχητικό, ήμουν παπαδάκι, όμως έβλεπα πράγματα που με απογοητεύανε

-Όπως;

- Με πείραζε πολύ το εμπόριο που έβλεπα γύρω από τα πράγματα του Θεού. Έβλεπα τον κόσμο να πηγαίνει τα χρυσαφικά του, τα λάδια του, να προσφέρει τάματα κι όλα αυτά δεν μου άρεσαν. Έλεγα μέσα μου: «είναι δυνατόν να ζητάει ο Θεός τα λεφτά των φτωχών ανθρώπων;» Απομακρύνθηκα έτσι, από αυτό το περιβάλλον και από πολύ μικρός, από 13 χρονών, ξεκίνησα να βγαίνω από το σπίτι και να συχνάζω στις πλατείες. Η ζωή μου άρχισε να παίρνει άλλη τροπή. Νύχτα, μπαρ, πολλοί φίλοι, γυναίκες, ποτά, μηχανές, ελαφριά ναρκωτικά. Αργότερα, σε ηλικία 23 ετών, ανοίξαμε ένα ψητοπωλείο με τον πατέρα μου στην Αμφιάλη, το οποίο δούλευε πολύ καλά.

- Ποια εποχή;
- Περίπου το 1990. Εκείνη η περίοδος που είχα το μαγαζί, ήταν κομβική στη ζωή μου, γιατί εκεί άκουσα για πρώτη φορά το λόγο του Θεού. Ερχόταν και έτρωγε εκεί, ένας αδελφός από την εκκλησία της Πεντηκοστής. Έβλεπα κάτι διαφορετικό πάνω του, μια ταπείνωση μια καθαρότητα, μου είπε λίγα λόγια για το Χριστό. Με την πάροδο του χρόνου ερχόταν μαζί με άλλους δύο νέους για να φάνε. Άρχισα να τους παρατηρώ αν θα πούνε κάτι πονηρό, κάποια βρισιά, κάποια βωμολοχία. Όμως δεν άκουγα τίποτε και εντυπωσιαζόμουνα. Ένα βράδυ τους ρώτησα από πού έρχονται και μου είπαν «από την Αποστολική εκκλησία».
- Είχες ξανακούσει για την Αποστολική εκκλησία;
- Όχι, δεν ήξερα τίποτε και το μυαλό μου πήγε στους μάρτυρες του Ιεχωβά. Μου εξήγησαν όμως ότι δεν έχουν καμία σχέση και ότι η εκκλησία τους απλά ακολουθεί το παράδειγμα της πρώτης αποστολικής εκκλησίας, όπως τη βλέπουμε μέσα στην Αγία Γραφή. Ότι προσπαθούν να μη προσθέτουν ούτε να αφαιρούν από το Ευαγγέλιο, όπως κάνουν οι αιρετικοί. Με ρώτησαν αν έχω Καινή Διαθήκη, μου πρότειναν να τη διαβάσω και μου είπαν και κάτι άλλο το οποίο αξίζει να αναφέρουμε: «πριν τη διαβάζεις, να κάνεις μια προσευχή, για να σου ανοίγει ο Θεός τα πνευματικά σου μάτια. Μη προσπαθείς να την καταλάβεις με τη δική σου εξυπνάδα». Αυτό είναι πραγματικά πολύ σημαντικό, γιατί ο λόγος του Θεού δεν ανακαλύπτεται, αλλά αποκαλύπτεται από τον Κύριο.
- Το έκανες;
- Ναι, ξεκίνησα να διαβάζω κάνοντας αυτή την προσευχή και ήταν σαν να άνοιγε ένα παράθυρο και να μπαίνω μέσα στα γεγονότα. Ζούσα αυτά που διάβαζα. Εντωμεταξύ, έβρισκα ερωτήσεις δύσκολες για να τους κάνω, σκεπτόμενος με πονηριά, ότι είναι αιρετικοί και θα τους ξεσκεπάσω. Αυτό κράτησε για ένα εξάμηνο. Τους περίμενα με έτοιμες τις ερωτήσεις, ερχόντουσαν και χωρίς πολύ δυσκολία μου απαντούσαν: «Διάβασε σε αυτό το κεφάλαιο, εκείνο το εδάφιο.» Το σημείωνα σε ένα χαρτάκι, όταν πήγαινα σπίτι το διάβαζα και πράγματι έπαιρνα την απάντηση που ζητούσα. Αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση, γιατί ήμουν και δύσπιστος και οι απαντήσεις ήθελα να είναι ακριβείς και όχι στο «περίπου.» Το άλλο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι μου είπαν πως ο Χριστός είναι και σήμερα ζωντανός και αν Τον ζητήσω θα έρθει στη ζωή μου. Και χωρίς να χρειάζεται να Του «τάξω» πρώτα κάτι, γιατί: «του Κυρίου είναι η γη και το πλήρωμα αυτής, σε εκείνον ανήκουν όλα τα χρυσάφια και τα λάδια και δεν έχει ανάγκη από αυτά τα πράγματα». Αυτό μίλησε μέσα στην καρδιά μου, γιατί όπως είπα πριν, όλα αυτά με είχαν απογοητεύσει.
- Πίστευες τότε στον Θεό;
- Πίστευα αόριστα σε μια ανώτερη δύναμη, τίποτε παραπάνω. Ήμουν και άνθρωπος που για να πιστέψω σε κάτι, έπρεπε να έχω απόδειξη. Είχα μπει στην αμαρτία από πολύ μικρός, είχα δει πολλά και σαν αποτέλεσμα, είχα γίνει πολύ δύσπιστος. Για να καταλάβεις, η κοπέλα με την οποία ήμασταν μαζί 4,5 χρόνια, μου έλεγε ότι με αγαπάει και δεν την πίστευα. Το καλοκαίρι έκλεισα το μαγαζί για ένα μήνα και μαζί με την κοπέλα μου, έναν φίλο μου και την κοπέλα του, φύγαμε για διακοπές στην Κρήτη. Γυρίσαμε οδικώς όλους τους νομούς του νησιού, κάναμε σε 18 μέρες 3.500 χλμ., και κάποια στιγμή βρεθήκαμε στα Σφακιά. Επειδή όμως ήταν μέσα Αυγούστου, βρήκαμε δωμάτιο σε ένα ορεινό χωριό, στην Ανώπολη. Την άλλη μέρα το πρωί ρωτήσαμε που έχει κοντά θάλασσα και μας είπαν ότι ή θα πρέπει να ξανακατεβούμε πάλι με το αμάξι στην Χώρα (σε ένα δρόμο πολύ επικίνδυνο) ή θα πρέπει να πάμε με τα πόδια σε ένα παραθαλάσσιο χωριό (Λουτρό), μία ώρα δρόμο. Προτιμήσαμε το δεύτερο, φορτωθήκαμε τα σύνεργα για το ψάρεμα και ξεκινήσαμε. Σε κάποιο σημείο όμως το μονοπάτι έκανε μια διχάλα και αντί να πάμε δεξιά όπως έπρεπε, πήγαμε αριστερά. Ο δρόμος άρχιζε να γίνεται πολύ δύσβατος, οι ώρες περνούσαν και καταλαβαίναμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Βλέπαμε όμως μπροστά μας τη θάλασσα και αυτό μας ξεγέλαγε. Μετά από δέκα ώρες περίπου είχαμε εξαντληθεί τελείως και μας είχε τελειώσει και το νερό.
- Δέκα ώρες;
- Ναι, είχε πάει 7:30 το απόγευμα και είχαμε ξεκινήσει 10:00 το πρωί. Τελικά φθάσαμε σε ένα σημείο, όπου το βουνό έκανε μια απότομη κλίση προς τα κάτω και δεν μπορούσαμε πλέον να πάμε, ούτε μπρος ούτε πίσω. Ήμασταν ακινητοποιημένοι και κρατιόμασταν απ’ τα θυμάρια για να μη φύγουμε κάτω στον γκρεμό. Μπροστά μας ανοιγόταν το Λυβικό πέλαγος, περνούσαν κάτι βαρκούλες τις οποίες τις βλέπαμε εμείς σαν καρυδότσουφλα και έφτιαξα στο μυαλό μου ένα σχέδιο. Θα φωνάζαμε όλοι μαζί βοήθεια, αν μας άκουγαν και ρωτούσαν ποιος είναι εκεί, εγώ θα έλεγα ότι είμαι ο γιος του Βαρδινογιάννη.
- Για ποιο λόγο;
- Αυτό το σκέφτηκα γιατί είχα δει μια γέφυρα στο φαράγγι της Αράδαινας, που έγραφε: «δωρεά αδελφών Βαρδινογιάννη». Τότε σίγουρα θα ενδιαφερόντουσαν, θα έστελναν ένα ελικόπτερο, με μια κάθετη σκάλα και θα μας έπαιρνε. Όμως ο Λόγος του Θεού λέει: «οι βουλές σας απέχουνε από τις βουλές μου, όσο ο ουρανός από τη γη» Ησαΐας. νε 9. Φωνάζαμε, φωνάζαμε, αλλά με τη μηχανή αναμμένη στη βάρκα, δεν άκουγαν ούτε στα δέκα μέτρα, όχι στο βουνό που ήμασταν εμείς. Πέρασε έτσι κάπου μισή ώρα, κουραστήκαμε, βράχνιασα και εκείνη την ώρα, για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένοιωσα να έρχεται αργά-αργά ο θάνατος. Σε λίγο θα βράδιαζε, δεν θα αντέχαμε άλλο να κρατιόμαστε και θα πέφταμε. Μπροστά μου ήταν ένα απέραντο πέλαγος, πίσω μου ένα απέραντο βουνό, από πάνω μου ένας απέραντος ουρανός. Ποιος να με βοηθήσει;
- Πλήρες αδιέξοδο.
- Αδιέξοδο, πραγματικά. Οι κοπέλες έκλαιγαν αγκαλιασμένες και η μια είχε πάθει νευρική κρίση και ήθελε να πηδήξει στον γκρεμό. Ζούσαμε μια κατάσταση πολύ άσχημη. Τότε θυμήθηκα τα λόγια που μου είχαν πει τα αδέλφια στο μαγαζί. Ότι ο Χριστός είναι ζωντανός και όταν τον επικαλεσθεί ο άνθρωπος, έρχεται σε βοήθεια του. Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, και είπα: «Χριστέ μου, αν είσαι ζωντανός, πάρε την φωνή μου και πήγαινέ την όπου νομίζεις εσύ, αρκεί να σωθούμε». Εκείνη την ώρα περνούσαν με αναμένες τις μηχανές δύο βαρκούλες, η μία πίσω από την άλλη και με όση δύναμη μου είχε απομείνει, έβγαλα μια τελευταία φωνή... βοήθειααα (μόνος μου όμως αυτή τη φορά, όχι μαζί με τους άλλους και βραχνιασμένος). Την ίδια στιγμή, σαν να πάτησα ένα διακόπτη, κατευθείαν έσβησαν τις μηχανές, γύρισαν προς τη μεριά μας και φώναξαν: «Ποιος είναι εκεί πάνωωω;». Αυτή η φωνή ήρθε, διαπέρασε την καρδιά μου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Πρώτη φορά στη ζωή μου έκλαιγα έτσι. Ήμουν άνθρωπος περήφανος και εγωιστής, αλλά εκείνη την ώρα ένιωσα σαν να είμαι ένα μυρμήγκι και είπα: «ποιος είναι αυτός πίσω από τον ουρανό, που με άκουσε μόλις είπα αυτό το όνομα;» Μας φωνάξανε πάλι, ότι πάνε να φέρουνε βοήθεια, και πράγματι πήγανε στο χωριό (Λουτρό) και φέρανε ένα βοσκό που ήξερε καλά το βουνό. Τον έφεραν με τη βάρκα στους πρόποδες και εμείς από πάνω τον βλέπαμε να ανεβαίνει τους κατακόρυφους γκρεμούς λες και έκανε περίπατο.
- Πως λέγεται το βουνό αυτό;
- Είναι τα Λευκά Όρη. Αρκετοί άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εκεί, χάνοντας το δρόμο τους. Έφθασε εκεί που ήμασταν, μας έδωσε νερό να πιούμε, γιατί μάλλον είχαμε πάθει αφυδάτωση και άρχισε να μας καθοδηγεί βήμα-βήμα που θα πατήσουμε για να κατεβούμε μαζί του. Όταν φθάσαμε στο χωριό 1,5 χλμ μακριά, ήτανε νύχτα πια και όπως προσπαθούσαμε με κάποια αστεία μεταξύ μας να ξεπεράσουμε λίγο την ένταση και την αγωνία, ήρθε μια γυναίκα και με ρώτησε: «ποιος φώναξε τόσο δυνατά βοήθεια;» της λέω: «φωνάζαμε τέσσερα άτομα» μου λέει: «όχι, ένας και ακούστηκε η φωνή του δυνατά μέσα στο χωριό». Εκείνη την ώρα ήρθε σαν σφραγίδα μέσα στην καρδιά μου, ότι πράγματι ενέργησε ο Θεός. Τελείωσαν οι διακοπές, γύρισα στο μαγαζί και άρχισα να ομολογώ σε όλους αυτό που είχε γίνει στη ζωή μου. Οι πιο πολλοί όμως απιστούσαν και μου έλεγαν διάφορα. Ότι όταν πεθαίνει ο άνθρωπος φοβάται και φωνάζει δυνατά, ότι ο Χριστός ήταν απλά ένας κομμουνιστής και χίλια δύο.
- Στα αδέλφια το είπες;
- Ναι και βέβαια. Και μου είπαν κάτι πολύ σημαντικό. Ότι τώρα πρέπει να ζητήσω από το Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με οδηγήσει. Το δέχτηκα αυτό, γιατί σκέφθηκα ότι αν με έπειθαν και με οδηγούσαν άνθρωποι, πάντα θα έμενε μέσα μου αμφιβολία, ενώ αν με οδηγούσε ο Θεός θα ήμουν σίγουρος. Ένα βράδυ σπίτι μου, προσευχήθηκα και άνοιξα την Αγία Γραφή στο όνομα του Χριστού, ζητώντας από τον Κύριο να μου μιλήσει στο 2 εδάφιο όπου αν άνοιγα το Ευαγγέλιο. Και έτσι άνοιξα τυχαία... από τις Πράξεις των Αποστόλων, από το κζ κεφάλαιο και έλεγε: «και αφού επέβημεν εις πλοίον Αδραμυττινόν εσηκώθημεν μέλλοντες να παραπλεύσωμεν…» Απορούσα τι σήμαινε αυτό, μέχρι που κάποια στιγμή ξεφυλίζοντας μια εφημερίδα «Χριστιανισμός» που μου είχαν δώσει, είδα τη διεύθυνση από την εκκλησία της Νίκαιας. Ήταν στην οδό Αδραμυτίου. Συγκλονίστηκα γιατί κατάλαβα πως ο Κύριος είχε απαντήσει στην προσευχή μου. Πήγα στην εκκλησία και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αγάπη, η σεμνότητα των γυναικών και η ευσέβεια που συνάντησα.
- Μετά το γεγονός αυτό στην Κρήτη, είχε αλλάξει η ζωή σου;
- Όλη αυτή η ιστορία που είχε γίνει εκεί στο βουνό, άλλαξε ριζικά τη ζωή μου. Γιατί πλέον κατάλαβα ότι ο Χριστός υπάρχει, δεν είναι μια ιστοριούλα, ούτε μια ζωγραφιά. Όμως δεν είχα αναγεννηθεί, δεν είχα παραδώσει τη ζωή μου εντελώς στα χέρια του Θεού. Κι αυτό γιατί είχα ακόμη μέσα μου μία μικρή αμφιβολία. Τελικά σκέφθηκα ότι για να φύγει κάθε απιστία από μέσα μου, πρέπει να νοιώσω τη δύναμη του Θεού επάνω μου, στο σώμα μου. Αυτό δεν θα μπορούσε να μου το αμφισβητήσει κανένας. Ξεκίνησα να προσεύχομαι κάθε βράδυ, γονατίζοντας για λίγα λεπτά. Μετά από λίγες ημέρες ήρθε ο Κύριος. Ένοιωσα μια μεγάλη δύναμη να έρχεται πάνω μου, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, ένα βουητό και ταυτόχρονα άκουσα μια φωνή να λέει μέσα στο αυτί μου: «Είναι το Πνεύμα το Άγιο». Εγώ μέχρι εκείνο το βράδυ δεν πίστευα ότι υπάρχει ψυχή μέσα στον άνθρωπο, παρόλο που το διάβαζα στο ευαγγέλιο. Εκείνη την ώρα όμως, ένοιωσα αυτή την δύναμη να ξεκολλάει από μέσα μου τον εσωτερικό άνθρωπο, ένοιωσα μηδενική βαρύτητα, μια αγαλλίαση φοβερή που δεν περιγράφεται με λόγια και άρχισα να ανεβαίνω μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που έφθασα ως το ταβάνι. Με κατεβασε πάλι, σιγά-σιγά και δόξασα και ευχαρίστησα το Θεό.
- Πήρες απάντηση σε αυτό που ζήτησες;
- Πήρα απάντηση και την άλλη μέρα έκανα το θέλημα του Θεού και βαπτίστηκα στο νερό στην εκκλησία της Νίκαιας. Πλέον γνώριζα την αλήθεια, είχα ειρήνη στην καρδιά μου και πολύ χαρά. Διάβαζα το λόγο του Θεού και είχα χαρά. Γυρνούσα από την εκκλησία σπίτι μου το βράδυ και είχα χαρά. Δεν χρειαζόταν πλέον να πιώ, ούτε να καπνίσω, ούτε να βγω έξω να ξενυχτάω. Τότε όμως ξεσηκώθηκε εναντίον μου το περιβάλλον μου. Συγγενείς, φίλοι, ακόμη και η κοπέλα μου. Προσευχήθηκα για εκείνη, ο Κύριος της έδειξε πολλά, όμως η καρδιά της δεν μπόρεσε να σηκώσει αυτή την αλλαγή στη ζωή μου.
- Χωρίσατε;
- Ναι, τελικά με άφησε. Λυπήθηκα, γιατί ήμασταν μαζί χρόνια, όμως έμεινα στο Χριστό, πέρασαν τα χρόνια, και ήρθε η ώρα που ο Κύριος με αποκατέστησε με μια κοπέλα από την εκκλησία, την Άννα. Καθώς προσευχόμουνα ένα βράδυ, έβαλε πολύ αγάπη στην καρδιά μου για εκείνη, όμως ήθελα να είμαι σίγουρος ότι ήταν από τον Θεό. Προσευχήθηκα πολύ και ο Κύριος με βεβαίωσε.
- Πόσο καιρό είστε παντρεμένοι;
- 19 χρόνια. Στη γυναίκα μου, είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου σε γυναικεία έκδοση. Μας αρέσουν τα ίδια πράγματα, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο και είναι πραγματικά για μένα ένα δώρο Θεού. Ο Κύριος μας έχει χαρίσει 3 παιδιά, τον Αντώνη, τον Μάκη και την Χριστιάννα και ευχαριστούμε τον Θεό, γιατί και τα παιδιά μας είναι πιστά και ακολουθούν το Χριστό. Λίγο μετά που παντρεύτηκα, ο Κύριος με βάπτισε και με το Πνεύμα το Άγιο και τώρα με έχει αξιώσει να τον υπηρετώ. - Ξανασυνάντησες μέσα στη ζωή σου αδιέξοδα, σαν εκείνο πάνω στο βουνό; - Δυσκολίες ναι, πολλές. Αδιέξοδα όχι. Γιατί μαθαίνω πλέον να προσεύχομαι, να ζητάω από το Θεό και βλέπω το χέρι Του να ενεργεί θαυματουργικά μέσα στη ζωή μου. Δεν είχαμε σπίτι, ο Κύριος μας χάρισε με κλήρωση σπίτι από τον Ο.Ε.Κ. Στο θέμα της εργασίας ταλαιπωρήθηκα σε διάφορες δουλειές, δυσκολεύτηκα, αδικήθηκα, ο Κύριος ήρθε και μου χάρισε μια μόνιμη εργασία σαν Χειριστής Ανυψωτικών Μηχανημάτων. Και θεραπείες έχουν γίνει στη ζωή μας και άλλα πολλά και μπορώ να πω ότι πραγματικά ο Κύριος μαζί με τη σωτηρία μας, μάς έχει χαρίσει τα πάντα. Ευχαριστώ το Θεό για όλα και τώρα περιμένουμε την ώρα που θα έρθει να μας παραλάβει για να ζήσουμε αιώνια κοντά Του.

 

 

  Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Παλαιοπάνος. Γεννήθηκα τον Ιούνιο του 1961 στην Χρυσοβίτσα Μετσόβου και μεγάλωσα στο χωριό μέχρι το 1994 που βρήκα δουλειά στα Ιωάννινα και εγκατασταθήκαμε εκεί οικογενειακώς. Είμαι παιδί πολύτεκνης οικογένειας, συνολικά ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και μια αδερφή, η οποία πέθανε το 1985 από καρκίνο του μαστού. Η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη. Όταν ήμουν μικρός, ο πατέρας ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος, μας έστελνε και βοσκούσαμε τα γίδια και τα πρόβατα, πριν ακόμα πάω στο σχολείο. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός πήγαινα στην εκκλησία και αγαπούσα τον Θεό και παρότι δεν είχα επίγνωση του θελήματός Του, φοβόμουν τον Θεό. Δυστυχώς, από την άλλη πλευρά, έκανα και την αμαρτία, έκλεβα, έλεγα ψέματα, κατηγορούσα τους άλλους και βλασφημούσα. 

 Ένα συμβάν που μου συνέβη όταν ήμουν στην 1η Δημοτικού, όταν πήγα με τη μητέρα μου στα γίδια, με έβαλε πάνω σε ένα γαϊδούρι, εκείνο μ’ έριξε κάτω και χτύπησα στο χέρι και αισθάνθηκα ότι μετακινήθηκε το κόκαλο και παρότι δεν πήγαμε στον γιατρό, δόξα στο Θεό, είμαι μια χαρά μέχρι και σήμερα.  Όταν τελείωσα το Δημοτικό, ο αδερφός μου, με πρότρεψε να πάω Γυμνάσιο, αλλά ο πατέρας δεν ήθελε. Μετά γνώρισα τη γυναίκα μου με προξενιό, παντρευτήκαμε και κάναμε τέσσερα παιδιά (δυο αγόρια και δυο κορίτσια). Υπήρξανε προβλήματα μεταξύ της γυναίκας μου, της μητέρας και της γιαγιάς μου ώσπου το 1989 αποφασίσαμε να ζήσουμε χώρια από τους γονείς μου στο δικό μου σπίτι. Έπιασα δουλεία αρχικά σε εταιρίες που βρίσκονταν στο χωριό, τότε βάζαμε και πατάτες όπου με βοηθούσε και ο πεθερός μου.   Λίγο καιρό αργότερα η κόρη μου Λαμπρινή παρουσίασε σπασμούς, ώσπου έμεινε κατάκοιτη και δεν μπορούσε καν να μιλήσει. Χειρουργήθηκε στην Αθήνα, το 1998 έκανε το πρώτο χειρουργείο και το 2001 το δεύτερο. Ευχαριστώ τον Θεό που την φύλαξε.Μετά έπιασα δουλειά στη ΔΕΗ, ως φύλακας, όπου με διώξανε αργότερα. Το 1996 έκανα αίτηση στο Ίδρυμα Άγιος Γεώργιος (Ανιάτων) όπου με πήρανε και δουλεύω μέχρι σήμερα ως θαλαμηπόλος.

Εκεί, με μια συνάδελφο γίναμε πολύ καλοί οικογενειακοί φίλοι. Αυτή μου είπε πως άκουγε ένα ραδιοφωνικό σταθμό για αρκετό διάστημα, αλλά δεν της άρεσε επειδή μιλούσανε πολύ για τον Χριστό και όχι τόσο για την Παναγία και τους Αγίους. Της ζήτησα την συχνότητα και από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα με άγγιξε ο Λόγος του Θεού.   Ο Κύριος άρχισε να εργάζεται στη ζωή μου μέσω του σταθμού. Από αυτόν τον σταθμό άκουσα ότι ο Κύριος αναγεννάει, συγχωρεί αμαρτίες, βαπτίζει με Άγιο Πνεύμα και  ότι ο άνθρωπος με προσωπική απόφαση πρέπει να βαπτιστεί στο νερό. Όλα όσα άκουγα τα έβρισκα στο Λόγο του Θεού, στην Καινή Διαθήκη. Κάποια βράδια άκουγα ομολογίες αδελφών ότι ο Κύριος τους θεράπευσε  από καρκίνο, καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά, τους ελευθέρωσε από την εξάρτηση τσιγάρων και ναρκωτικών, τους φύλαξε  από τροχαία κλπ.

Κάποια στιγμή γονάτισα και σήκωσα  τα χέρια μου ψηλά και είπα στον Κύριο: «είμαι και εγώ ένας αμαρτωλός και αν υπάρχεις και είσαι ζωντανός όπως λένε αυτοί οι άνθρωποι στο σταθμό, θέλω να έρθεις και στη δική μου ζωή και να μου δείξεις ένα σημάδι και εγώ θα σε ακολουθήσω» Το πρώτο σημάδι που μου έδειξε ο Κύριος ήταν ότι ενώ πριν προσευχηθώ με πονούσε  η μέση μου, μετά την προσευχή έφυγε ο πόνος. Στη συνέχεια ενώ ήμουν στη δουλεία μου, είχα νυχτερινή βάρδια και εκεί που διάβαζα την Καινή Διαθήκη, ξαφνικά ήρθε ένα δυνατό φως στο δωμάτιο και αισθάνθηκα ότι κουνήθηκε το κτίριο. Τρόμαξα πολύ και μετά άκουσα τη φωνή του Κυρίου να μου λέει : «εγώ πέθανα για σένα, εγώ σταυρώθηκα για σένα, εγώ συγχωρώ τις αμαρτίες σου, αν εσύ με ακολουθήσεις». Γέμισα από αγάπη, χαρά και ειρήνη εκείνη τη στιγμή. Την άλλη μέρα ομολόγησα σε αρκετούς φίλους και γνωστούς για τον Χριστό, αλλά δεν πίστεψαν.                                                                        

Ο Κύριος με αναγέννησε εκείνη τη βραδιά. Από το σταθμό έμαθα για την Εκκλησία της Πεντηκοστής, αρχικά πήγα δυο με τρεις φορές και στη συνέχεια παρακολουθούσα τις συναθροίσεις της εκκλησίας τακτικά. Βαπτίστηκα στο νερό, με προσωπική απόφαση και σε μια συμπροσευχή στο σπίτι ενός αδελφού, βαπτίστηκα και με Πνεύμα Άγιο. Αργότερα πίστεψαν και οι γονείς μου, ενώ από τους συγγενείς είχα μεγάλο διωγμό. Η κατάσταση της κόρης μου Λαμπρινής άρχισε να βελτιώνεται, με τη χάρη του  Κυρίου. Προσεύχομαι ο Κύριος να σώσει την οικογένεια και την συγγένεια μου και να μας αρπάξει όλους στον ουρανό. Αμήν!

 

  Με λένε Νάκο Μάρκο και γεννήθηκα τον Ιανουάριο του 1984 στην Αυλώνα της Αλβανίας. Αρχικά, ο Θεός χρησιμοποίησε τον πατέρα μου για την γέννησή μου, ο οποίος είναι ένας θεοσεβής άνθρωπος. Μετά την γέννησή του αδερφού μου, οι γονείς μου είχαν χάσει δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι και ο πατέρας μου αποφάσισε να μην ξανακάνουν παιδί. Αργότερα άλλαξε γνώμη, και προσευχόταν επί ένα χρόνο στον Θεό να τους δώσει παιδί, αλλά να μην πεθάνει. Τότε μια μέρα ακούει φωνή μέσα του “ θα κάνετε αγόρι και θα το ονομάσετε Μάρκο” και έτσι γεννήθηκα εγώ ο Μάρκος.

 Τα πρώτα μου ερεθίσματα με τον Χριστό τα έλαβα στα οκτώ μου χρόνια, όταν εκεί στην πόλη μου ερχόντουσαν κάποιες χριστιανικές αποστολές, από την Αγγλία κυρίως, αλλά και από την Ιταλία. Οι άνθρωποι αυτοί δόξαζαν πολύ τον Κύριο, έκαναν Θεία Κοινωνία και μιλούσαν τον Λόγο του Θεού. Υπήρχε πνευματικό πρόγραμμα με ομολογίες και  επί πλέον διάφορα παιχνίδια.

  Η προσωπική μου εμπειρία με τον Κύριο έγινε τον Σεπτέμβρη του 1992. Είχα πάει μια βόλτα με δύο φίλους μου σ’ ένα βουνό στην Αυλώνα. Ήταν πολύ απότομο βουνό, η ανηφόρα ήταν δύσκολη και μετά από πολλά μέτρα που ανεβήκαμε, ξεκινώντας μια διαγώνια πορεία αρχικά και ύστερα ευθεία προς τα πάνω, κουραστήκαμε και είπαμε να γυρίσουμε πίσω. Γυρνώντας, όμως, μας παρέσερνε η κατηφόρα, δηλαδή τρέχαμε και δυσκολευόμασταν να σταματήσουμε  Όταν είδα τους άλλους να σταματάνε σε κορμούς δένδρων, έμεινα μόνος μου  και φοβήθηκα πολύ, ειδικά όταν είδα ότι με περίμενε γκρεμός. Τότε χαμήλωσα το κεφάλι, είπα ‘τελείωσα, δεν σώζομαι’, επειδή ήμουν κοντά στο χείλος του γκρεμού. Όταν όμως σήκωσα το κεφάλι, είδα ένα δέντρο και γλίστρησα  πάνω του και εκεί καθώς ήμουν κάτω και με την απορία, πώς βρέθηκε κοντά μου αυτό το δέντρο, αισθάνομαι μια  δύναμη να με ενισχύει, γυρνάω το κεφάλι πίσω και λέω στους άλλους δύο φορές,   ‘ο Ιησούς Χριστός μ’ έσωσε!’.

 Η ζωή μου από εκεί και πέρα ήταν συνεχώς στην αμαρτία. Το 1996 ήλθα στην Ελλάδα, έμαθα την γλώσσα και ήθελα να ασχοληθώ με τα πράγματα του Θεού μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είχα την επίγνωση της αλήθειας του Λόγου του Θεού. Όταν ήμουν Γ΄ Λυκείου άκουσα έναν χριστιανικό σταθμό στο ράδιο, αλλά δεν έδωσα σημασία. Το καλοκαίρι όμως, ξανάκουσα πάλι τον ίδιο σταθμό και χάρηκα με όλη μου την ψυχή. Ο σταθμός ανήκε στην Ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία Πεντηκοστής.  Έμαθα από τον σταθμό, ότι προσφέρουν δωρεάν Καινή Διαθήκη και ύστερα από τηλεφωνική επικοινωνία, συναντήθηκα  με τον ποιμένα της εκκλησίας, μου έδωσε μια Καινή Διαθήκη και με ενημέρωσε σχετικά με την εκκλησία. Τον ίδιο χρόνο πέρασα στη Νοσηλευτική Σχολή του Τ.Ε.Ι. Ιωαννίνων. Αργότερα αποφάσισα να πάω στην εκκλησία, μπήκα μέσα και ο Κύριος μου μίλησε με το προφητικό χάρισμα, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη (Α' Κορινθίους   ιδ: 24,25). Σ’ αυτήν την εκκλησία αναγεννήθηκα, γνώρισα την αλήθεια και στην αρχή είχα διωγμό από τους γονείς μου. Μετά, όμως, είδαν τι άνθρωποι υπάρχουν εκεί μέσα και σήμερα δεν έχουν κανένα πρόβλημα. Βαπτίστηκα στο νερό, με προσωπική ομολογία και ο Κύριος με βάπτισε και με το Πνεύμα του το Άγιο όπως διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη.

 


Γεννήθηκα το 1969 στο Αίγιο Αχαΐας από μία φτωχή οικογένεια με πάρα πολλά προβλήματα, ο πατέρας μου ο σαρκικός ήταν πολύ βλάσφημος και πάρα πολύ βίαιος με την μητέρα μου. Έπινε και κάθε βράδυ ξεσπούσε για τα προβλήματα που είχε στη μητέρα μου. Η μητέρα μου πίστευε λίγο στο Θεό αλλά ήταν εικονοσεβούμενη και μπερδεμένη στην πίστη λόγω της άγνοιας και της σύγχυσης που υπήρχε στην εκκλησία που πήγαινε. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να ακούει καθόλου περί πίστεως στο Θεό.

Περισσότερα...

 
Περισσότερα Άρθρα...

Και το Πνεύμα και η νύμφη λέγουσιν· Ελθέ. Και όστις ακούει, ας είπη. Ελθέ. Και όστις διψά, ας έλθη, και όστις θέλει, ας λαμβάνη δωρεάν το ύδωρ της ζωής. (Αποκάλυψις Ιωάννου ιβ' 27)