Μενού

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;

Ποιές πιστεύετε ότι είναι οι πηγές της αλήθειας;
 
Αρχική σελίδα

Αυτό το θαύμα το έκανε ο Κύριος Ιησούς Χριστός  στα Ιεροσόλυμα, αμέσως μετά την απειλή των Ιουδαίων να τον λιθοβολήσουν, αλλά ο Ιησούς εξήλθε του ιερού ,δια μέσου αυτών , και έτσι ανέχωρησε .

Και ενώ ανεχωρει,ειδεν ανθρωπον τυφλον εκ γενετης.Και ηρωτησαν οι μαθητές αυτού ,λέγοντες ,Ραββί τις ημαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού ώστε να γεννηθη τυφλός ; Απεκριθη ο Ιησούς ,Ούτε ούτος ημαρτεν ,ούτε οι γονείς αυτού ,αλλά δια να φανερωθωσι τα έργα του Θεού εν αυτώ.

Ο Κύριος εξήγησε ότι δεν υπήρχε καμία σχέση της αναπηρίας του παιδιού με τις αμαρτίες των γονέων,  που βεβαίως κάποιες  σαν άνθρωποι και αυτοί θα έκαναν στη ζωή τους. Στην πραγματικότητα όλοι οι άνθρωποι, μετά την ανυπακοή των πρωτοπλάστων Αδάμ και Εύας, ήταν τυφλοί εκ γενετής πνευματικά και η διαφορά με τον τυφλό ήταν ότι ο τελευταίος ήταν και ανατομικά τυφλός,  αλλά πιο εύκολα ιάσιμος όπως αποδείχθηκε. Για την θεραπεία της πνευματικής τυφλότητας των  ανθρώπων, έπρεπε να επιστρατευτεί η ανείπωτη αγάπη του Πατερά και η σταυρική θυσία του Υιού Του Ιησού Χριστού, που στοίχησαν πολύ και στους δυο, έργο που θαύμασαν οι ουρανοί και το σύμπαν ολόκληρο (Ιωάννης,γ΄:16).
Είναι γνωστό ότι οι ασθένειες αλλά και οι θλίψεις δεν  έρχονται πάντοτε σαν αποτέλεσμα αμαρτίας, το αντίθετο μάλιστα, είναι περισσότερο σύνηθες να πάσχουν οι δίκαιοι, όπως π.χ. ο Ιώβ και αναρίθμητοι άγιοι μάρτυρες.
Αλλά ποια έργα του Θεού φανερώθηκαν δια του τυφλού ;
Μπορούμε να πούμε ότι φανερώθηκε  η θεία δύναμη του Χριστού, διότι δεν ήταν ένα  θαύμα π.χ. να πέσει ένας πυρετός η να καθαριστεί ένας λεπρός, αλλά θαύμα που προϋποθέτει μια δημιουργία.  Από ατροφικά μάτια να δημιουργήσει με λάσπη ο Σωτήρας Χριστός, δυο υπέροχους οφθαλμούς. Συνεπώς ήταν ένα θαύμα  που απεδείκνυε όχι απλώς την θεία δύναμη του Ιησού αλλά και την Θεότητα Αυτού  ως δημιουργού .

Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του πέμψαντός με, εωσού είναι ημέρα• έρχεται νυξ ότε ουδείς δύναται να εργάζηται. Ενόσω είμαι εν τω κόσμω, είμαι φως του κόσμου.

Για τον Κύριο η ημέρα αυτή ήταν μέχρι την σταυρική Του θυσία, όταν αμέσως πριν παραδώσει το πνεύμα Του στον Πατέρα, αναφώνησε το θριαμβευτικό, ‘τετέλεσται’.
Για τον καθένα από εμάς, τους αναγεννημένους χριστιανούς, από την στιγμή που θα λάμψει το φως του Χριστού μέσα στις καρδιές και τις διάνοιές μας και εννοήσουμε τον ουράνιο προορισμό μας,  πρέπει χωρίς οκνηρία να εργαζόμαστε με πάθος την σωτηρία μας, όσον διαρκεί η επίγεια ζωή μας,  καθ’ όσον το τέλος είναι άγνωστο και η ημέρα εργασίας είναι η σημερινή ημέρα, γιατί αύριο δεν ξέρουμε αν θα είναι η δική μας.
Βέβαια το έργο του  Κυρίου επί της γης συνεχίζεται, διότι μετά την αποχώρησή Του,  απέστειλε άλλο Παράκλητο, το Άγιο Πνεύμα, για  να συνεχίσει   το έργο της σωτήριας των ανθρώπων. Έτσι  το Άγιο Πνεύμα στηρίζει  και συνεχίζει να εκτελεί το έργο του Χριστού στη γη , αναγεννώντας και αγιάζοντας αυτούς που πίστεψαν σε Αυτόν.
Ο Κύριος είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου• όστις ακολουθεί εμέ δεν θέλει περιπατήσει εις το σκότος, αλλά θέλει έχει το φως της ζωής» (Ιωάννης, η΄:12). Είναι δηλαδή ο ήλιος της δικαιοσύνης και το φως της αλήθειας που ήλθε στην γη όχι μόνον να φωτίσει δια του ευαγγελίου τις σκοτεινές καρδιές και διάνοιες των ανθρώπων που βλέπουν  μόνο με τα φυσικά τους μάτια, αλλά και για να ανοίξει  τους οφθαλμούς των σωματικά τυφλών .

Αφού είπε ταύτα, έπτυσε χαμαί και έκαμε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπε προς αυτόν• Ύπαγε, νίφθητι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Υπήγε λοιπόν και ενίφθη, και ήλθε βλέπων.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Κύριος θα μπορούσε με ένα λόγο να θεραπεύσει τον τυφλό. Στο παρόν θαύμα κάνει κάτι το ιδιαίτερο, χρησιμοποίησε λάσπη και άλειψε τους οφθαλμούς του τυφλού. Επίσης αντί για νερό έβαλε το σίελό Του. Όπως διαβάζουμε στη Γένεση, ο Τριαδικός Θεός έπλασε τον άνθρωπο από χώμα ποτισμένο με υδρατμούς (Γένεση,β΄:5-7)  και  με το θαύμα αυτό ο Κύριος φανερώνει έμμεσα σε κάθε ειλικρινή αναζητητή της αλήθειας, ότι είναι ο δημιουργός του ανθρώπου .
Η εντολή που έδωσε στον τυφλό ήταν να πάει να πλυθεί από την λάσπη, στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Πιστεύουμε ότι με αυτή την εντολή ο Κύριος ήθελε   να δείξει αφενός ότι δεν είχε ανάγκη από την λάσπη  σαν απαραίτητη προ υπάρχουσα ύλη για να δημιουργήσει δυο υγιή ματιά, μιας και εκ του μηδενός δημιούργησε  τον κόσμο και αφ ετέρου έπρεπε να δοκιμασθεί και η πίστη του τυφλού αν ήταν πρόθυμος να εκτελέσει την εντολή του Κυρίου, όσον και δυσεξήγητη και αν του φαινόταν. Για  την θεραπεία τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, είναι απαραίτητο να συνεργήσει στην θεία χάρη και ο άνθρωπος με την πίστη του στον Κύριο και στον λόγο Του. Ο τυφλός πειθάρχησε μη αφήνοντας την αμφιβολία και δυσπιστία να επικρατήσουν. ‘Και ήλθε βλέπων’, που σημαίνει ματιά υγιέστατα εμφανίστηκαν  στη θέση των ανενεργών δικών του.
Έτσι και σήμερα άνθρωποι με πίστη και υπακοή πηγαίνουν ‘τυφλοί’ στον θρόνο του Κυρίου και επιστρέφουν βλέποντες, πηγαίνουν αδύναμοι και γίνονται δυνατοί δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος,  πηγαίνουν ταραγμένοι, αηδιασμένοι και απογοητευμένοι  από τα ‘χαρούπια’ της αμαρτίας και γεμίζουν με αγάπη, ειρήνη, χαρά, ελπίδα και γενικά με τον καρπό του Αγίου Πνεύματος (Γαλάτες, ε΄:22,23).

Οι δε γείτονες και όσοι έβλεπον αυτόν πρότερον ότι ήτο τυφλός έλεγον δεν είναι ούτος, όστις εκάθητο και εζήτει; Άλλοι έλεγον ότι ούτος είναι• άλλοι δε ότι όμοιος αυτού είναι. Εκείνος έλεγεν ότι εγώ είμαι. Έλεγον λοιπόν προς αυτόν• Πως ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί σου; Απεκρίθη εκείνος και είπεν• Άνθρωπος λεγόμενος Ιησούς έκαμε πηλόν και επέχρισε τους οφθαλμούς μου και μοι είπεν• Ύπαγε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ και νίφθητι• αφού δε υπήγα και ενίφθην, ανέβλεψα. Είπον λοιπόν προς αυτόν• Που είναι εκείνος; Λέγει• Δεν εξεύρω.

Οι γείτονες έκπληκτοι διαφωνούσαν εάν ήταν ή όχι ο τυφλός που ζητούσε ελεημοσύνη. Την διχογνωμία την έλυσε ο ίδιος λέγοντας, ‘Εγώ είμαι’ και στην ερώτηση  που του έκαναν πώς έγινε το θαύμα εκείνος ομολόγησε το πώς ενέργησε σ’ αυτόν ο Ιησούς, τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή  δεν τον είχε δει με τα νέα του μάτια.
Αυτήν την ομολογία του πρώην τυφλού την κάνουν από τότε μέχρι και σήμερα όλοι όσοι στη ζωή τους, γνώρισαν τις ευεργεσίες των ενεργειών του Θεού και την  δια της πίστεως χάρη Του, που έχουν σαν αποτέλεσμα την αναγέννησή τους  και την ενδυνάμωσή τους δια του Αγίου Πνεύματος .Πού είναι εκείνος; ρώτησαν με μίσος εκείνοι που λίγο πριν ήθελαν  να λιθοβολήσουν τον Ιησού. ‘Δεν εξεύρω’, απάντησε ο τυφλός γιατί μέχρι τότε δεν είχε ιδεί τον ευεργέτη του.

Φέρουσιν αυτόν τον ποτέ τυφλόν προς τους Φαρισαίους. Ήτο δε σάββατον, ότε έκαμε τον πηλόν ο Ιησούς και ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού. Πάλιν λοιπόν ηρώτων αυτόν και οι Φαρισαίοι πως ανέβλεψε. Και εκείνος είπε προς αυτούς• Πηλόν έβαλεν επί τους οφθαλμούς μου, και ενίφθην, και βλέπω. Έλεγον λοιπόν τινές εκ των Φαρισαίων• Ούτος ο άνθρωπος δεν είναι παρά του Θεού, διότι δεν φυλάττει το σάββατον.

Το θαύμα τούτο ήτο πρωτοφανές στην ιστορία του Ιουδαϊκού  λαού.  Και θα περίμενε κανείς να δεχθούν τον Ιησού σαν Μεσσία, αντί αυτού  όμως τον θεωρούν ότι δεν είναι από τον Θεό γιατί έκανε τη θεραπεία το Σαββάτο.
Έφεραν λοιπόν τον πρώην τυφλό προς τους Φαρισαίους και αυτοί λόγω της κατ’ αυτούς παράβασης του νόμου περί της αργίας του Σαββάτου, αντί να τον συγχαρούν για την θεραπεία του, τον ανακρίνουν σαν να ήταν ένοχος ο ίδιος.
Αυτός καίτοι αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, απάντησε με παρρησία λέγοντας, ‘πηλό μου έβαλε, νίφτηκα  και τώρα βλέπω’. Η ειλικρινής αυτή απάντηση, τους έκανε να παραδεχθούν μεν το θαύμα, αλλά συνέχισαν να  κατηγορούν τον Κύριο, γιατί το έκανε το Σαββάτο.
Συμβαίνει δυστυχώς η διαστροφή της ουσίας του νόμου, όπως και η τυπολατρία, να οδηγούν τον πιστό μακριά από το θέλημα του Θεού. Γίνονται επικριτές και κατήγοροι για δήθεν παραβάσεις, ενώ αυτοί δεν διστάζουν να παραβούν σοβαρές εντολές του ηθικού νόμου και να φθάνουν μέχρι εγκλήματος, μιας και λίγες ώρες πριν ήθελαν να λιθοβολήσουν τον Κύριο, γιατί τους είπε, ‘Πριν γείνη ο Αβραάμ, εγώ είμαι’ (Ιωάννης, η΄:58).

Άλλοι έλεγον• Πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάμνη τοιαύτα θαύματα; Και ήτο σχίσμα μεταξύ αυτών. Λέγουσι πάλιν προς τον τυφλόν• Συ τι λέγεις περί αυτού, επειδή ήνοιξε τους οφθαλμούς σου; Και εκείνος είπεν ότι προφήτης είναι.

Υπήρχαν  πολλοί άρχοντες που είχαν πεισθεί ότι ο Ιησούς ήταν από τον  Θεό, διότι πώς να δεχτούν  ότι μπορεί  άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει  όχι μόνο ένα θαύμα, αλλά πολλά που είναι πρωτοφανή και μεγάλα. Θα ερωτήσει εύλογα κάποιος, ‘γιατί αυτοί που διαφώνησαν δεν πήραν φανερά θέση υπέρ του Κυρίου;’ Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά ο ίδιος ο ευαγγελιστής Ιωάννης λέγοντας: «Αλλ' όμως και εκ των αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, πλην διά τους Φαρισαίους δεν ώμολόγουν, διά να μη γείνωσιν αποσυνάγωγοι. Διότι ηγάπησαν την δόξαν των ανθρώπων μάλλον παρά την δόξαν του Θεού» (Ιωάννης, ιβ΄:42-43).
Αλλά όπως τότε, έτσι και σήμερα πολλοί άνθρωποι φοβούνται ή ντρέπονται να ομολογήσουν τον Χριστό, για να μην χαρακτηριστούν ως θρησκόληπτοι, αναχρονιστικοί, ουτοπικοί και ανάξια  υπολήψεως άτομα.
Όταν ο Θεός καλεί κάποιον σε  δόξα αληθινή και αυτός  επιζητά την μάταια και φρούδα  δόξα των ανθρώπων,  αποδεικνύει το ποσό ανάξιος είναι μιας τέτοιας  πρόσκλησης.
‘Συ τι λέγεις για αυτόν που σου άνοιξε τα μάτια;’, ρώτησαν τον πρώην τυφλό, πιθανά  περιμένοντας μήπως από φόβο δώσει κάποια δυσμενή απάντηση για τον Κύριο και έτσι να Τον αμφισβητήσουν πιο δικαιολογημένα. Αυτός δεν φοβήθηκε αλλά  με θάρρος  απάντησε ότι προφήτης είναι. Χαρακτήρισε δηλαδή  τον Κύριο σαν ένα εμπνευσμένο αλλά και θαυματουργό, απεσταλμένο από τον Θεό προφήτη.

Δεν επίστευσαν λοιπόν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι ήτο τυφλός και ανέβλεψεν, έως ότου εφώναξαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς, λέγοντες• Ούτος είναι ο υιός σας, τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; πως λοιπόν βλέπει τώρα; Απεκρίθησαν προς αυτούς οι γονείς αυτού και είπον• Εξεύρομεν ότι ούτος είναι ο υιός ημών και ότι εγεννήθη τυφλός• Πως δε βλέπει τώρα δεν εξεύρομεν, ή τις ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού ημείς δεν εξεύρομεν• αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού θέλει λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους• επειδή ήδη είχον συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, εάν τις ομολογήση αυτόν Χριστόν, να γείνη αποσυνάγωγος. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε.

Η αμφιβολία των Ιουδαίων για το αν ο άνθρωπος που ανέκριναν ήταν τωόντι τυφλός εκ γενετής,  τους ανάγκασε να φωνάξουν τους γονείς του, και να τους ρωτήσουν. Οι γονείς ναι μεν ομολογούν ότι αυτός είναι ο γιος τους και ότι γεννήθηκε τυφλός, αλλά αποδεικνύονται αγνώμονες προς τον ευεργέτη του παιδιού τους, φοβούμενοι πως αν ομολογούσαν τον Κύριο, θα γινόταν αποσυνάγωγοι, γεγονός που θα είχε άσχημες συνέπειες στις κοινωνικές και οικονομικές τους σχέσεις με τους συνανθρώπους του περιβάλλοντός τους.  ‘Εμείς δεν γνωρίζουμε τίποτα, ηλικία έχει ρωτήστε αυτόν’, ήταν η απάντησή τους, στην ερώτηση, ‘πώς έγινε καλά;’ .

Εφώναξαν λοιπόν εκ δευτέρου τον άνθρωπον, όστις ήτο τυφλός, και είπον προς αυτόν• Δόξασον τον Θεόν• ημείς εξεύρομεν ότι ο άνθρωπος ούτος είναι αμαρτωλός.

Πόσον   χαμερπείς και συκοφάντες ήταν;  Προσπαθούν με πονηρό  τρόπο να αφαιρέσουν την δόξα από τον Χριστό, λέγοντας ότι γνωρίζουν ότι είναι αμαρτωλός, οπότε άνθρωπε ομολόγησε ότι δεν είναι αυτός που νομίζεις και δόξασε τον Θεό. Ξεχνούν βέβαια ότι λίγο πριν ο Ιησούς τους είχε προκαλέσει λέγοντας, ‘τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;’ και κανένας δεν είχε την τόλμη να  του πει κάτι (Ιωάννης, η΄:46).

Απεκρίθη λοιπόν εκείνος και είπεν• Αν ήναι αμαρτωλός δεν εξεύρω• εν εξεύρω, ότι ήμην τυφλός και τώρα βλέπω. Είπον δε προς αυτόν πάλιν• τι σοι έκαμε; πως ήνοιξε τους οφθαλμούς σου; Απεκρίθη προς αυτούς• Σας είπον ήδη, και δεν ηκούσατε• διά τι πάλιν θέλετε να ακούητε; μήπως και σεις θέλετε να γείνητε μαθηταί αυτού. Ελοιδόρησαν λοιπόν αυτόν και είπον• Συ είσαι μαθητής εκείνου• ημείς δε του Μωϋσέως είμεθα μαθηταί. Ημείς εξεύρομεν ότι προς τον Μωϋσήν ελάλησεν ο Θεός• τούτον όμως δεν εξεύρομεν πόθεν είναι.

Με θάρρος ο πρώην τυφλός και άσημος επαίτης απαντά, θα λέγαμε πιο αναλυτικά ως εξής: ‘Σεις οι μορφωμένοι και νομικοί λέτε ότι είναι αμαρτωλός, αυτό δεν το ξέρω, αλλά αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι  με έκανε από τυφλό να βλέπω, γεγονός που  για μένα αποδεικνύει ότι δεν είναι αμαρτωλός’, Αυτοί  πάλι τον ρωτούν  ‘πώς σου άνοιξε τα μάτια;’, μάλλον προσπαθώντας να μην φανεί ότι αποστομώθηκαν από τις απαντήσεις του τυφλού. Ο τυφλός παρατηρεί μετά την εκ  νέου  ερώτηση των  Φαρισαίων, την αμηχανία τους και έτσι αντί να αμύνεται όπως έκανε μέχρι τώρα περνά στην επίθεση,  ρωτώντας τους με κάποια δόση ειρωνείας, ‘Σας είπα και δεν ακούσατε, είσθε κουφοί ή μήπως θέλετε και εσείς να γίνεται  μαθητές Του ;
Επειδή τους αποστόμωσε  καταφεύγουν στην αγένεια. Λοιδόρησαν τον τυφλό διότι έγινε μαθητής του Χριστού, ενώ αυτοί καυχώνται ότι ήταν μαθητές του Μωυσή  και για να δικαιολογήσουν την άρνηση τους είπαν, ‘εξ αλλού ο Θεός ελάλησε στον Μωυσή, τούτον δεν εξεύρομε από πού είναι’ .
Βέβαια  αυτοί που δίδασκαν τον νόμο,  έπρεπε να γνωρίζουν ότι ο Μωυσής που επικαλούνται είχε προφητέψει λέγοντας, ‘Προφήτη  εκ μέσου σου θέλει αναστήσει εις σε Κύριος ο Θεός σου εκ των αδελφών σου ,ως εμέ αυτού θέλετε ακούει’ (Δευτερονόμιον,  η΄:15).
Και ενώ ο Χριστός τους έδωσε όλες τις αποδείξεις, η μισαλλοδοξία τους του έκανε να Τον απορρίψουν, όπως είχαν απορρίψει και τον Μωυσή  οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του. Για αυτό ο Κύριος τους έλεγξε  λέγοντας, ‘Διότι εάν επιστεύετε εις τον Μωϋσήν, ηθέλετε πιστεύσει εις εμέ• επειδή περί εμού εκείνος έγραψεν’ (Ιωάννης, ε΄:46). Απαντούν  για τον Κύριο  περιφρονητικά, δεν αναφέρουν καν το όνομα  Του, όταν λένε ‘τούτον όμως δεν εξεύρομεν πόθεν είναι’, ενώ σε προηγούμενη ανάλογη περίπτωση κάποιοι  είχαν πει, ‘Αλλά τούτον εξεύρομεν πόθεν είναι• ο δε Χριστός όταν έρχεται, ουδείς γινώσκει πόθεν είναι’ (Ιωάννης, ζ΄:27). Αποδεικνύονται ψεύτες, ομολογούν η αρνούνται την γνωριμία τους με τον Κύριο, ανάλογα με τα πονηρά  τους σχέδια. Το μίσος και ο άκρατος εγωισμός τους, τύφλωσε τον νουν τους, ώστε να μην θέλουν να αναγνωρίσουν τον Μεσσία που εξ άλλου περίμεναν.

Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπε προς αυτούς• Εν τούτω μάλιστα είναι το θαυμαστόν, ότι σεις δεν εξεύρετε πόθεν είναι, και ήνοιξέ μου τους οφθαλμούς. Εξεύρομεν δε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλ' εάν τις ήναι θεοσεβής και κάμνη το θέλημα αυτού, τούτον ακούει.Εκ του αιώνος δεν ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς γεγεννημένου τυφλού. Εάν ούτος δεν ήτο παρά Θεού, δεν ηδύνατο να κάμη ουδέν.

Άφοβος ο πρώην τυφλός ελέγχει τους διδασκάλους του λαού Ισραήλ. Τόσο λοιπόν ‘απωλέσθη η σοφία των σοφών’, ώστε να αρνούνται γεγονότα φανερά ; Πράγματι κάθε είδους απιστία είναι κάτι το θλιβερό. Αλλά θλιβερότερο ακόμη είναι αυτό το είδος της απιστίας, δηλαδή εκείνων που γνωρίζουν την αλήθεια αλλά πεισματικά αρνούνται να την παραδεχθούν. Νομίζουν ότι είναι σοφοί  αλλά αρνούνται ‘το έξοχον της γνώσεως του Ιησού Χριστού’, στην οποίαν γνώση ‘επιθυμουσιν οι Άγγελοι να παρακύψωσι’  (Α΄ Πέτρου, α΄: 12).
Αντιτάσσει ο τυφλός την γενικά αποδεκτή αλήθεια μεταξύ των πιστών,  ‘ότι το θαύμα είναι απαραίτητα έργο του Θεού, το οποίο εκτελεί σαν απάντηση στην προσευχή την οποία  εισακούει. Επομένως  αφού έγινε το θαύμα, εισακούστηκε  η προσευχή του Χριστού, άρα  ο Χριστός  δεν είναι αμαρτωλός όπως τον χαρακτηρίζετε αλλά Άγιος. Εδώ πρέπει να πούμε, ότι ο λόγος του τυφλού  ότι ο Θεός δεν ακούει αμαρτωλούς, ισχύει για τους ασεβείς και αμετανόητους εμπαίκτες των θείων, που πεισματικά επιμένουν στην αμαρτία. Όμως Θεός ακούει και σώζει όλους τους αμαρτωλούς που μετανοούν για τις αμαρτίες τους και Τον επικαλούνται. Άλλωστε ο Κύριος  Ιησούς ήλθε για να σώσει το απολωλός και δέχεται αμέσως την προσευχή του μετανοούντος όσο αμαρτωλός και αν είναι, όπως π.χ. του ενός από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί Του.

Απεκρίθησαν και είπον προς αυτόν• Συ εγεννήθης όλος εν αμαρτίαις, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω.

Στην αρχή οι Φαρισαίοι ίσως έλπιζαν ότι ο πρώην τυφλός θα αρνηθεί τον Χριστό με το καλό ή με την απειλή να τον κάνουν  αποσυνάγωγο. Έλαβαν όμως  τέτοια ψυχρολουσία και εξευτελισμό, αυτοί  οι ‘πρώτοι’, από έναν αμόρφωτο ζητιάνο, ώστε κατελήφθησαν από μανία. Τον βρίζουν άνανδρα σαν μεγάλο  αμαρτωλό και στιγματισμένο  εκ γενετής τυφλό. Πώς λοιπόν να δεχθούν την αλήθεια που είπε ο Κύριος ότι γεννήθηκε τυφλός όχι γιατί αμάρτησε αυτός (πότε άλλωστε πρόλαβε;) ή οι γονείς του, ‘αλλά διά να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ’. Τον ρωτούν οι Φαρισαίοι, ‘Συ διδάσκεις εμάς;’, σαν να του λένε, ‘τολμάς να εκφέρεις αντίθετη άποψη  σε εμάς τους σοφούς διδασκάλους του νόμου και ανώτερους άρχοντες του Ισραήλ;’, φανερώνοντας έτσι το πραγματικό τους πρόσωπο με τη  γλώσσα των αλαζόνων και υπερήφανων.  Τελικά δεν του είπαν απλά να φύγει αλλά τον πέταξαν έξω.

Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπε προς αυτόν• Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε• Τις είναι, Κύριε, διά να πιστεύσω εις αυτόν; Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν• Και είδες αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος είναι. Ο δε είπε• Πιστεύω, Κύριε• και προσεκύνησεν αυτόν.

Ο Κύριος δεν ήταν δυνατόν να αφήσει τον πρώην τυφλό σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή μόνο του, αλλά πήγε και τον βρήκε. Έτσι και όλους εμάς,   όταν όλοι μας λησμονήσουν ή μας αποστραφούν ή μας  διώξουν, εξαιτίας της πίστης μας στον Χριστό, ο Κύριος θα μας  βρει και θα μας ενδυναμώσει,  σύμφωνα με το γραμμένο, ‘Δύναται γυνή να λησμονήση το θηλάζον βρέφος αυτής, ώστε να μη ελεήση το τέκνον της κοιλίας αυτής; αλλά και αν αύται λησμονήσωσιν, εγώ όμως δεν θέλω σε λησμονήσει. Ιδού, επί των παλαμών μου σε εζωγράφισα• τα τείχη σου είναι πάντοτε ενώπιόν μου’ (Ησαΐας,  μθ΄:15).
Χωρίς αμφιβολία ο Κύριος Ιησούς γνώριζε τα βάθη της καρδιάς του πρώην τυφλού, αλλά με την ερώτηση, ‘Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;’, του ανοίγει μία είσοδο από την οποία θα περνούσε το φως Του,  όχι μόνον για τους οφθαλμούς του αλλά για την σωτήρια της ψυχής του. Ο πρώην τυφλός Τον ρώτησε, ‘Τις εστί, Κύριε για να πιστεύω εις αυτόν ;’, διότι δεν είχε δει τον ευεργέτη του μετά την θεραπεία που του έκανε. Απαντώντας  ο αγαθός Κύριος φανέρωσε σε αυτόν τον παραπεταμένο και εξουθενωμένο από τους Φαρισαίους, την υψίστη αλήθεια, ότι Αυτός ήταν ο Υιός του Θεού. Τότε ο θεραπευθείς τυφλός είπε, ‘Πιστεύω Κύριε’ και  Τον προσκύνησε.

Και είπεν ο Ιησούς• Εγώ διά κρίσιν ήλθον εις τον κόσμον τούτον, διά να βλέπωσιν οι μη βλέποντες και να γείνωσι τυφλοί οι βλέποντες. Και ήκουσαν ταύτα όσοι εκ των Φαρισαίων ήσαν μετ' αυτού, και είπον προς αυτόν• Μήπως και ημείς είμεθα τυφλοί; Είπε προς αυτούς ο Ιησούς• Εάν ήσθε τυφλοί, δεν ηθέλετε έχει αμαρτίαν• τώρα όμως λέγετε ότι βλέπομεν• η αμαρτία σας λοιπόν μένει.

Ο ερχομός στην γη του Ιησού Χριστού έφερε κρίση στον κόσμο, διότι αποτέλεσε  σημείο αντιλεγόμενο (Λουκάς, β΄:34)  και πέτρα σκανδάλου (Α΄ Πέτρου, β΄:8). Όμως ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, όχι για να τον κρίνει και για να τον καταδικάσει αλλά για να τον σώσει με την θυσία Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά, όπου πλήρωσε σαν αναμάρτητος για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων και αναστήθηκε για να δικαιώνει όσους πιστεύουν και Τον επικαλούνται στη ζωή τους. Αυτή η βασική  αλήθεια του Ευαγγελίου είναι σαν ένα ‘δοκιμαστήριο’ που ξεχωρίζει τους ανθρώπους, φανερώνοντας τον χαρακτήρα και την διάθεση τους. Όλα εξαρτώνται από την θέση που θα πάρει ο άνθρωπος απέναντι στον Ιησού Χριστό και το ευαγγέλιό Του, για την σωτήρια του.
Οι Φαρισαίοι καυχιόταν ότι δεν ήταν πνευματικά τυφλοί όπως ο απλός λαός , αλλά φωτισμένοι  και ικανοί να καθοδηγούν τους άλλους.  Στην ερώτηση  τους προς τον Κύριο, ‘Μήπως και ημείς είμεθα τυφλοί ;’, πήραν την δέουσα απάντηση από τον Κύριο, που κατά τη γνώμη μας πιο αναλυτικά θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ‘εάν ήσασταν τυφλοί, δηλαδή είχατε  άγνοια,  δεν θα σας καταλογιζόταν αμαρτία. Τώρα όμως λέγετε ότι ‘βλέπουμε’, δηλαδή πιστεύετε ότι είστε φωτισμένοι και κατέχετε τα κλειδιά της γνώσεως  και ότι γνωρίζετε και ερμηνεύετε σωστά  τον νόμο και τους προφήτες. Όμως απορρίπτετε τον προφητευμένο  Μεσσία που έστειλε ο Θεός, γι’ αυτό η αμαρτία σας μένει.
Συνεπώς είναι πολλή άσχημη πνευματική αρρώστια η υπερηφάνεια, της οποίας πατέρας είναι ο διάβολος. Επειδή όλοι κινδυνεύουμε αν δεν προσέξουμε να αρρωστήσουμε απ’ αυτή, να μη ξεχνάμε τα γραμμένα στο Ευαγγέλιο του Χριστού:

‘εάν τις μεταξύ σας νομίζη ότι είναι σοφός εν τω κόσμω τούτω, ας γείνη μωρός διά να γείνη σοφός’(Α΄Κορινθίους,γ΄:18).

‘εάν τις νομίζη ότι εξεύρει τι, δεν έμαθεν έτι ουδέν καθώς πρέπει να μάθη•’ (Α΄ Κορινθίους, η΄:2).

‘ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση’ (Α΄ Κορινθίους, ι΄:12).

‘εάν τις νομίζη ότι είναι τι ενώ είναι μηδέν, εαυτόν εξαπατά’ (Γαλάτας, ς΄:3).

‘Εάν τις μεταξύ σας νομίζη ότι είναι θρήσκος, και δεν χαλινόνη την γλώσσαν αυτού αλλ' απατά την καρδίαν αυτού, τούτου η θρησκεία είναι ματαία’ (Ιακώβου, α΄:26).

Είναι προσωπική ομολογία όλων όσων πιστέψαμε και επικαλεστήκαμε τον Κύριο, ότι Αυτός ήρθε στη ζωή μας και ενώ ήμασταν πνευματικά τυφλοί, μας άνοιξε τα μάτια και αρχίσαμε να βλέπουμε και να βαδίζουμε στον  δρόμο Του, που οδηγεί στον αιώνιο προορισμό μας, την Βασιλεία των Ουρανών. Όμως ο αντίδικός μας ο διάβολος,‘ως λέων ωρυόμενος περιέρχεται ζητών τίνα να καταπίη•’ (Α΄Πέτρου, ε΄:8). Γι’ αυτό καλό είναι να λάβουμε σοβαρά τις προτροπές του λόγου του Κυρίου, ώστε πάντοτε να αγρυπνούμε προσευχόμενοι δια του Αγίου Πνεύματος, ώστε να μη πέσουμε στον πειρασμό της υπερηφάνειας, γεγονός που θα συνεπάγεται  την εκ νέου απώλεια της πνευματικής μας όρασης. Αμήν.

 

 

«Σεις είσθε το φως του κόσμου• πόλις κειμένη επάνω όρους δεν δύναται να κρυφθή• ουδέ ανάπτουσι λύχνον και θέτουσιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ' επί τον λυχνοστάτην, και φέγγει εις πάντας τους εν τη οικία. Ούτως ας λάμψη το φως σας έμπροσθεν των ανθρώπων, διά να ίδωσι τα καλά σας έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα σας τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθαίος, ε΄:14-16).

Κάθε άνθρωπο που μετανοεί για τις αμαρτίες του και επικαλείται τον Ιησού Χριστό να έρθει στην ζωή του, ο Πατέρας Θεός τον  αναγεννάει και τον κάνει παιδί Του. Δηλαδή ο αναγεννημένος χριστιανός σαν παιδί του Θεού, είναι ένας νέος άνθρωπος, σύμφωνα με το γραμμένο, «Όθεν εάν τις ήναι εν Χριστώ είναι νέον κτίσμα• τα αρχαία παρήλθον, ιδού, τα πάντα έγειναν νέα» (Β΄ Κορινθίους, ε΄:17). Οπότε σαν νέο εν Χριστώ κτίσμα, μπορεί δια του Αγίου Πνεύματος να θανατώνει πάθη και επιθυμίες που δεν θέλει ο Θεός και που είναι εμπόδιο για την είσοδό του στην βασιλεία των Ουρανών. Με την αναγέννηση το παιδί του Θεού λαμβάνει την σωτηρία της ψυχής του, γεγονός που σημαίνει  ότι το όνομά του είναι γραμμένο στο βιβλίο της ζωής.  Από εκεί και πέρα ο Θεός  σαν καλός και σωστός Πατέρας  φροντίζει να παρέχει στο κάθε παιδί Του, αφενός όλα τα απαραίτητα ‘τα προς  ζωή και ευσέβεια’  και αφετέρου την απαραίτητη παιδεία ώστε αυτό να αυξάνει πνευματικά και να εκτελέσει το έργο που θα του αναθέσει. Το ζητούμενο από τη μεριά του παιδιού του Θεού, για να εκτελέσει μέχρι τέλους αυτό το έργο, είναι να θέσει σε πρώτη  προτεραιότητα το θέλημα του Ουράνιου Πατέρα στην προσωπική  του ζωή, έτσι ώστε να μορφώνεται ο χαρακτήρας του Χριστού στον εσωτερικό του άνθρωπο και να είναι οδηγούμενο από το Άγιο Πνεύμα σε σε κάθε ζήτημα της ζωής του.

Ο Ιησούς Χριστός ζητάει κάποια πράγματα από κάθε αναγεννημένο χριστιανό που Tον γνώρισε σαν προσωπικό του σωτήρα και τον ονομάζει Κύριο της ζωής του.  Βασικά αυτό που ζητάει από όλους όσους μας έχει σώσει, είναι να ομολογούμε στους συνανθρώπους μας το τι έκανε στη ζωή μας. Η ομολογία είναι χρήσιμη και απαραίτητη για να πιστέψουν και άλλοι άνθρωποι στον Ιησού Χριστό και να σωθούν. Ο τρόπος που θέλει να Τον ομολογούμε έχει να κάνει και με τον τρόπο της ζωής μας, δηλαδή δε αρκεί μόνο να λέμε ότι έχουμε γνωρίσει τον αναστημένο Ιησού Χριστό σαν σωτήρα, αλλά και η ζωή μας να αποδεικνύει ότι είμαστε δικοί Του. Συνεπώς τα λόγια μας  πρέπει να συμβαδίζουν με τα  έργα μας.

Ένα γραφικό  παράδειγμα ομολογίας είναι αυτό της Σαμαρείτισσας με την οποία είχε διάλογο ο Κύριος και της φανέρωσε κάποια συμβάντα από την ζωή της. Εκείνη αφού τα άκουσε αυτά, πήγε στους κατοίκους της πόλης της και τους φανέρωσε το τί της είπε ο Κύριος. Εκείνοι πήγαν στον Κύριο, Τον γνώρισαν προσωπικά και τελικά ομολόγησαν στην γυναίκα λέγοντας ότι: «δεν πιστεύομεν πλέον διά τον λόγον σου• επειδή ημείς ηκούσαμεν, και γνωρίζομεν ότι ούτος είναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός» (Ιωάννης, δ΄: 5-42). Συνεπώς η ομολογία  αποτελεί μεν κίνητρο να πλησιάσει κάποιος τον Κύριο, αλλά το ζητούμενο είναι να  Τον γνωρίσει ο ίδιος και να Τον ομολογήσει και αυτός σαν  τον προσωπικό του Σωτήρα.

Ο τρόπος της ζωής μας μπροστά στους πλησίον μας,  μπορεί να αποτελέσει τον καλύτερο ευαγγελισμό τους. Σχετικό γραφικό παράδειγμα είναι του ονομαζόμενου πατέρα της πίστεως  Αβραάμ, ο οποίος  κράτησε τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού και ο Θεός τον ευλόγησε δίνοντας του στα εκατό του χρόνια τον γιό του Ισαάκ, αλλά και πολλά υπάρχοντα. Βλέποντας αυτά ο τοπικός βασιλιάς Αβιμέλεχ, πήγε με τον αρχιστράτηγο του στον Αβραάμ και του ομολόγησε λέγοντας, ‘Ο Θεός είναι μετά σου εις πάντα όσα πράττεις’ και του ζήτησε να κάνουν συνθήκη φιλίας(Γένεσις,κα΄:22-23). Επίσης σχετικά με τον ευαγγελισμό χωρίς λόγια αλλά με τον τρόπο ζωής, ο απόστολος Πέτρος δια Πνεύματος Αγίου αναφέρει: «Ομοίως αι γυναίκες, υποτάσσεσθε εις τους άνδρας υμών, ίνα και εάν τινές απειθώσιν εις τον λόγον, κερδηθώσιν άνευ του λόγου διά της διαγωγής των γυναικών, αφού ίδωσι την μετά φόβου καθαράν διαγωγήν σας» (Α΄ Πέτρου, γ:1,2). Συνεπώς κάθε έργο πίστεως που γίνεται  από κάθε παιδί του Θεού, θα λάβει δίκαιη μισθαποδοσία από τον ίδιο τον Κύριο, με ορατά αποτελέσματα στους πλησίον του. Ο Θεός εργάζεται στις καρδιές των άλλων και συμμαρτυρεί στις συνειδήσεις τους ότι είναι μαζί με τα παιδιά Του, εφόσον βέβαια αυτά  ζουν σύμφωνα με το θέλημά Του και επιδιώκουν Αυτός να δοξάζεται στη ζωή τους.

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι βρίσκεται σε ωδίνες μέχρι να μορφωθεί ο Χριστός μέσα στους πιστούς που ευαγγέλισε (Γαλάτας,δ΄:19). Πώς όμως μορφώνεται ο Χριστός μέσα μας; Όταν ευαγγελίστηκε η μητέρα του Κυρίου η Μαρία από τον άγγελο Γαβριήλ, της είπε μεταξύ των άλλων ότι θα μείνει έγκυος ενώ ήταν παρθένος και θα γεννήσει υιό ο οποίος θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου. Εκείνη με απορία ρώτησε πώς θα γίνει αυτό και ο άγγελος της είπε ότι το Πνεύμα το Άγιο θα την επισκεφτεί και η δύναμη του Θεού θα την επισκιάσει,  θα συλλάβει και θα γεννήσει τον Ιησού Χριστό τον Υιό του  Θεού(Λουκάς,α΄:26-38). Η Μαρία πίστεψε στα λόγια του αγγέλου  και εκπληρώθηκαν τα λαληθέντα προς αυτή, συνέλαβε δια Πνεύματος Αγίου και γέννησε τον Ιησού Χριστό. Έτσι και εμάς όσους πιστέψαμε στον Υιό και Λόγο του Θεού, Ιησού Χριστό, ο Πατέρας Θεός μας αναγεννάει δια ‘του ύδατος’ που είναι ο λόγος του Θεού  και δια του Αγίου Πνεύματος. Μετά και εφόσον σαν νεογέννητα βρέφη επιποθούμε να τρεφόμαστε με ‘το λογικό και άδολο γάλα’, που είναι τα αρχικά στοιχεία του  λόγου του Θεού,  έρχεται το Άγιο Πνεύμα και μορφώνει τον Χριστό μέσα μας (Α΄ Πέτρου, β΄:2).  Βέβαια για να αυξηθούμε πνευματικά από βρέφη στο μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού, ο Κύριος έθεσε μέσα στην Εκκλησία Του, αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές, ποιμένες και  διδασκάλους και όσο εμείς μέσω αυτών τρεφόμαστε πνευματικά και εκτελούμε το λόγο του Κυρίου άλλο τόσο ο Χριστός μεγαλώνει μέσα μας. Αυτή η αύξηση  θα είναι φανερή στους  πλησίον μας πρώτα μέσω των καλών μας έργων και μετά μέσω των λόγων μας. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος  δια του Αγίου Πνεύματος  στην επιστολή προς τον Τίτο αναφέρει: «Πιστός ο λόγος, και θέλω ταύτα να διαβεβαιοίς, διά να φροντίζωσιν οι πιστεύσαντες εις τον Θεόν να προΐστανται καλών έργων. Ταύτα είναι τα καλά και ωφέλιμα εις τους ανθρώπους» (Τίτον ,β΄:8).

Με την ευκαιρία αναφέρουμε τρία εδάφια που ξεκαθαρίζουν τη διαφορά των έργων σαν προϋπόθεση της σωτηρίας, με τα έργα σαν αποτέλεσμα της σωτηρίας, «Διότι κατά χάριν είσθε σεσωσμένοι διά της πίστεως• και τούτο δεν είναι από σας, Θεού το δώρον• ουχί εξ έργων, διά να μη καυχηθή τις. Διότι αυτού ποίημα είμεθα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού προς έργα καλά, τα οποία προητοίμασεν ο Θεός διά να περιπατήσωμεν εν αυτοίς» (Εφεσίους,β΄:8-10).

Συνοψίζοντας λέμε ότι ο Κύριος θέλει όσοι λέμε ότι είμαστε παιδιά του Θεού, αυτό να φανερώνεται μέσω του χαρακτήρα μας, των λόγων μας και κυρίως των έργων μας. Το να φανερώνουμε τον Χριστό με τα έργα μας, είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα του ευαγγελισμού των λόγων μας. Εμείς θα κάνουμε αυτό που μας αναλογεί και Εκείνος θα κάνει αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς. Ας επιμεληθούμε προσευχόμενοι ένθερμα δια του Αγίου Πνεύματος, να γίνει η ζωή μας ευάρεστη στα μάτια του Θεού και Εκείνος θα φανερώνει στους ειλικρινείς πλησίον μας, με τα έργα και τα λόγια που θα μας δίνει να κάνουμε και να λέμε,  ότι είναι μαζί μας. Αμήν!

 

Κατά Λουκά Ευαγγέλιο, κεφάλαιο: ιη΄. εδάφια: 9-14.

9 Είπε δε και προς τινάς, τους θαρρούντας εις εαυτούς ότι είναι δίκαιοι και καταφρονούντας τους λοιπούς, την παραβολήν ταύτην•
10 Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το ιερόν διά να προσευχηθώσιν, ο εις Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης.
11 Ο Φαρισαίος σταθείς προσηύχετο καθ' εαυτόν ταύτα• Ευχαριστώ σοι, Θεέ, ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και καθώς ούτος ο τελώνης•
12 νηστεύω δις της εβδομάδος, αποδεκατίζω πάντα όσα έχω.
13 Και ο τελώνης μακρόθεν ιστάμενος, δεν ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς να υψώση εις τον ουρανόν, αλλ' έτυπτεν εις το στήθος αυτού, λέγων• Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ.
14 Σας λέγω, Κατέβη ούτος εις τον οίκον αυτού δεδικαιωμένος μάλλον παρά εκείνος• διότι πας ο υψών εαυτόν θέλει ταπεινωθή, ο δε ταπεινών εαυτόν θέλει υψωθή.

Όπως διαβάζουμε στο εδάφιο 9, ο Κύριος είπε αυτή τη παραβολή απευθυνόμενος σε πιστούς ανθρώπους που είχαν αυτοπεποίθηση νομίζοντας ότι αυτοί είναι δίκαιοι ενώ οι υπόλοιποι άνθρωποι αξιοκαταφρόνητοι, με σκοπό να τους βοηθήσει να καταλάβουν ότι ο Θεός δεν δέχεται τις προσευχές τους και αν συνεχίζουν να υψώνουν τον εαυτό τους, θα τους ταπεινώσει.
Οι δυο άνθρωποι της παραβολής, ο Φαρισαίος και ο τελώνης, ανέβηκαν στον ναό, για να προσευχηθούν. Ο Φαρισαίος ανήκε στην τάξη των Ιουδαίων που ήταν  προσκολλημένοι  στον νόμο  και τις παραδόσεις και  ως επί το  πλείστον  σύμφωνα με τα ‘ουαί’ του Κυρίου, ήταν άνθρωποι υποκριτές, άσπλαχνοι και άδικοι (Ματθαίος,  κγ΄: 1-36)
Βλέπουμε τον Φαρισαίο να προσεύχεται, θεωρώντας τον  εαυτό του ανώτερο των ‘λοιπών ανθρώπων’. Ο Θεός όμως βλέπει τα κρυπτά της καρδιάς των ανθρώπων και κρίνει όχι βάσει των εξωτερικών φαινομένων αλλά δίκαια, γι’ αυτό μας συμβουλεύει λέγοντας, ‘Μὴ κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε’(Ιωάννης,ζ΄:24).

‘Προσηύχετο καθ εαυτόν’ , όχι ‘προς τον Θεόν’ ,αλλά προς τον εαυτόν του, το είδωλο του, που το εγκωμιάζει δεόντως.
‘Ευχαριστώ σοι Θεέ’. Αν  σταματούσε ως εδώ , δηλαδή να ευχαριστούσε τον Κύριο διότι τον ευεργέτησε, δεν θα υπήρχε σφάλμα, διότι είναι πρέπον κάθε προσευχή να περιλαμβάνει  ευχαριστία προς τον Θεό. Αλλά η πρόθεση του  Φαρισαίου δεν είναι να ευχαριστήσει τον Κύριο, αλλά θέλει μέσω της προσευχής να δείξει με καύχηση, την υπεροχή του ως προς τους άλλους ανθρώπους. Εδώ ας αναρωτηθούμε, μήπως και εμείς κάποιες φορές δεν εξουθενήσαμε κάποιον, για να εξυψώσομε την δική μας προσωπικότητα ;

‘Ότι δεν είμαι καθώς οι λοιποί άνθρωποι ,άρπαγες άδικοι μοιχοί’
Αρχίζει  την προσευχή του  με την πεποίθηση ότι μόνο αυτός είναι δίκαιος και ενάρετος  συγκριτικά  με τους άλλους ανθρώπους, θεωρώντας ότι δεν έχει αρπάξει ξένη περιουσία, ότι είναι δίκαιος στις συναλλαγές του στο επάγγελμά του και ότι δεν πρόσβαλε την οικογενειακή τιμή του άλλου.

‘Νηστεύω δις της εβδομάδος αποδεκατίζω πάντα όσα έχω’
Ο Φαρισαίος δεν περιορίζεται στην καύχηση λόγω  της μη παραβατικής  συμπεριφοράς του στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, αλλά την επεκτείνει και στην ακριβή  εφαρμογή εκ μέρους του, των διατάξεων του νόμου που ο Θεός θέσπισε μέσω  του Μωυσή   στο λαό Ισραήλ. Οι Φαρισαίοι νήστευαν Τρίτη και Πέμπτη, αλλά κυρίως για επίδειξη. Ο Κύριος στην επί του όρους ομιλία Του μας συμβουλεύει: «Και όταν νηστεύετε μη γίνεσθε ως υποκριται σκυθρωποί, δια να φανωσιν εις τους ανθρώπους ότι νηστεύουν, αληθώς σας λέγω ότι εχουσιν ήδη τον μισθό αυτών ( Ματθαίος, ς΄:16 ). Έτσι ο Φαρισαίος παρουσίασε τον εαυτόν του  σωστό έναντι του νομού του Μωυσή, τόσο στο τυπικό του μέρος όσο και στο ηθικό. Όμως και αν όλα όσα λέει ότι πράττει  ήταν αληθή,  ακόμα  και τότε θα έπρεπε σαν γνώστης του νόμου και των προφητών να ξέρει ότι η δικαιοσύνη του ανθρώπου είναι σαν ρυπαρό ιμάτιο στα μάτια του Θεού (Ησαΐας, ξδ΄:6). Το ότι η δικαιοσύνη του Φαρισαίου ήταν ρυπαρή για τον Πατέρα Θεό φαίνεται από το ότι αποδίδει αποκλειστικά στον εαυτόν του τον έπαινο των αρετών του, πράγμα εντελώς ψευδές, διότι τίποτα δεν δύναται να κάνει ο άνθρωπος χωρίς την βοήθεια του Θεού.  Αυτή την αλήθεια μας τη διευκρινίζει ο Κύριος, λέγοντας: «Εγώ είμαι η άμπελος, σεις τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί και εγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, διότι χωρίς εμού δεν δύνασθε να κάμητε ουδέν»(Ιωάννης, ιε΄:5).
Επίσης επιμένει να αναφέρει στον Θεό ποσό ενάρετος είναι και θεωρεί ότι αυτά που έκανε είναι υπεραρκετά  για την δικαίωσή  του και δεν βλέπει να έχει κάποια  ανάγκη ή έλλειψη  για να παρακαλέσει τον Θεό να την καλύψει.
Αυτό που φαίνεται να αγνοεί είναι ότι η σωστή  προσευχή και  νηστεία , προϋποθέτουν αγάπη προς τον πλησίον, η οποία εκδηλώνεται με έργα όπως αυτά του ‘καλού Σαμαρείτη’ της σχετικής παραβολής.
Ο Φαρισαίος δεν αρκείται στην αλαζονική απαρίθμηση των αρετών του, αλλά βρήκε και την ευκαιρία να κακολογήσει  και να εξευτελίσει τους άλλους. Σύμφωνα με αυτόν όλοι οι άλλοι είναι άρπαγες, μοιχοί και άδικοι  και μόνο αυτός ήταν το πρότυπο της  αφιέρωσης και της αγνότητας .
‘Ως και ούτος ο Τελώνης’.
Τώρα τι δουλειά είχε ο φαρισαίος να ασχοληθεί και να εξευτελίζει  τον δυστυχή  αυτόν τελώνη, που δοκιμάζεται από τύψεις για τα αμαρτήματα του και αντί να του απλώσει χέρι συμπόνιας,  ευχαριστιέται   με το να τον πληγώνει με τα λόγια του, είναι ένα ερώτημα. Δεν βλέπει τον άνθρωπο διπλά του που προσεύχεται  με μετάνοια ώστε να ενώσει την προσευχή του   μαζί του σε ικεσία στον Πατέρα  Θεό και αντί να τον ενθαρρύνει, τον καταρρακώνει. Είναι  σαφώς υπερήφανος, τα πάντα τα στρέφει γύρω από το εγώ του, θαυμάζει μόνο τα προτερήματά του και  αγανακτεί και κρίνει τους άλλους  σαν  αμαρτωλούς.
Ας αναρωτηθούμε πάλι, ‘μήπως με την αυτοδικαίωσή μας,  όταν στηρίζουμε τις δικές μας αξίες και την αρετή μας, θεωρώντας  ότι εμείς δήθεν είμαστε οι σωστοί, διότι δεν διαπράξαμε εγκλήματα, δεν σκοτώσαμε, δεν ληστέψαμε, καταλήγουμε να  μοιάζουμε με τον Φαρισαίο; Για να μη συμβεί αυτό, θα πρέπει  πάντα να θυμόμαστε τα λόγια του Κυρίου στους Φαρισαίους: «Αληθώς σας λέγω ότι οι τελώναι και αι πόρναι υπάγουσι πρότερον υμών εις την βασιλείαν του Θεού. Διότι ήλθε προς υμάς ο Ιωάννης εν οδώ δικαιοσύνης, και δεν επιστεύσατε εις αυτόν• οι τελώναι όμως και αι πόρναι επίστευσαν εις αυτόν• σεις δε ιδόντες δεν μετεμελήθητε ύστερον, ώστε να πιστεύσητε εις αυτόν» (Ματθαίος, κα΄:31,32). Επιπλέον να έχουμε υπόψη ότι τυχόν αλαζονική συμπεριφορά μας απέναντι στους άλλους ανθρώπους, θα έχει σαν αποτέλεσμα την απόσυρση της χάρης του Θεού από πάνω μας με αποτέλεσμα να πράξουμε αυτά που κατηγορούμε τους άλλους.

Ο χαρακτήρας του τελώνη.
Οι τελώνες ήταν υπάλληλοι της Ρωμαϊκής πολιτείας, για την είσπραξη των φόρων. Όμως επειδή κατά κανόνα εισέπρατταν για δικό τους όφελος, πολύ περισσότερα  από αυτά που έπρεπε, για τους Ιουδαίους  ο τίτλος τελώνης ήταν συνώνυμο με το ‘αμαρτωλός’. Έτσι και ο τελώνης της παραβολής ήταν και αυτός ένας αμαρτωλός, ο οποίος όμως μετανόησε και προσευχόταν  με συντετριμμένη καρδιά και η απόδειξη για αυτό ήσαν τα ακόλουθα:
- ‘Μακρόθεν ιστάμενος’.
Στεκόταν μακριά διότι όπως συμβαίνει σε κάθε αμαρτωλό που ειλικρινά μετανοεί, βαθιά στην καρδιά του αισθάνεται ανάξιος. Ζώντας μακριά μέχρι τώρα από τον Θεό και μες την αμαρτία, πώς θα πλησίαζε βρώμικος τώρα  τον αγαθό και άμωμο  Πατέρα Θεό; Επιπλέον πώς ακάθαρτος αυτός θα πλησίαζε τον αφιερωμένο Φαρισαίο διαταράσσοντας την προσευχή του; Αναγνωρίζει και πιστεύει, ότι είναι δίκαιο να μένει μακριά,  ακριβώς όπως ένας λεπρός μένει μακριά από τους υγιείς.

-‘Δεν ήθελε ουδέ τους οφθαλμούς να υψώση εις τον ουρανόν’.
Συναισθάνεται ότι το βλέμμα του ήταν μόνο για την γη, διότι στον ουρανό είναι ο θρόνος του Θεού. Μέχρι τώρα πιθανά να  πίστευε ότι όπως έκρυβε την αμαρτία του από τους ανθρώπους, την έκρυβε και από τα ματιά του Θεού.   Όμως  ο στοργικός Πατέρας Θεός ποτέ δεν έπαψε να τον βλέπει  αλλά και να περιμένει με αγάπη την επιστροφή του, γεγονός που συμβαίνει άλλωστε σε κάθε άσωτο παιδί Του (Λουκάς ιε΄:10-32). Αυτή η συναίσθηση της αμαρτίας, είναι δώρο του Αγαθού Πατέρα στον αμαρτωλό  και έχει σαν αποτέλεσμα την ταπείνωση,  η δε ταπείνωση  αποτελεί τον ισχυρό μαγνήτη που έλκει τον Θεό προς απάντηση   του άνθρωπου, σύμφωνα με το γραμμένο, ‘Εις τινά λοιπόν θέλω επιβλέψει; εις τον ταπεινον και συντετριμμένο το πνεύμα, και τρέμοντα τον Λόγον μου’ (Ησαΐας,ξς΄:2) .

-‘Αλλά έτυπτε εις  το στήθος αυτού , λέγων . Ο Θεός  ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω’ .
Χτυπούσε το στήθος του για να εκδηλώσει την αγανάκτησή του στην καρδιά του που τον είχε προδώσει  και είχε γίνει αιτία της  αμαρτίας του, διότι  μέσα από την πνευματική καρδιά των ανθρώπων  εξέρχονται οι διαλογισμοί οι κακοί, μοιχεία ,πορνεία, φόνοι,  πλεονεξία υπερηφάνεια κλπ (Μάρκος ,ζ΄:21-22).Έντονο μέλημα έγινε για  τον τελώνη η συντριβή της καρδίας του, για να την προσφέρει  θυσία εις τον Θεό, γιατί όπως προαναφέραμε μόνο η συντετριμμένη και μετανοημένη κάρδια  είναι που τελικά δέχεται το έλεος και την ευσπλαχνία του Πατέρα Θεού.
Την ειλικρινή μετάνοια την συνοδεύει και η ειλικρινής προσευχή Η συναίσθηση ότι με της αμαρτίες του πρόσβαλε τον Άγιο Θεό,  αλλά και το πόσο   αχάριστα φέρθηκε στον μεγάλο ευεργέτη του, τον έκαναν να μη θέλει να πει τίποτε άλλο, πάρα μόνο να ψελλίσει  την σύντομη αλλά τόσο εκφραστική προσευχή, ‘Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ’.
Στην ουσία  αυτή η προσευχή είναι μία ομολογία ότι όχι απλώς είναι αμαρτωλός, αλλά ο αμαρτωλός (όπως και ο απόστολος Παύλος ονόμαζε τον εαυτό του) και γι’ αυτό επιζητεί το έλεος του Θεού.
Μπορούμε να πούμε βάσει και της προσωπικής μας εμπειρίας, ότι είναι μεγάλη αλήθεια ότι εκείνος που μετανόησε ειλικρινά, δεν βρίσκει επαρκή λόγια να εκφράσει την αμαρτία του, αλλά και την βαθιά του ευγνωμοσύνη  στον Πατέρα Θεό. Όποιος γνώρισε το μέγεθος του έλους Του  και των οικτιρμών Του, θα ομολογήσει ότι η ουσιαστική  σχέση του με τον Θεό ξεκίνησε μετά από μία προσευχή σαν κι’ αυτή: «Τίποτα δεν έχω Θεέ μου να σου παρουσιάσω πάρα μόνον τις αμαρτίες μου. Κάθε ημέρα της ζωής μου,  αμαρτάνω μπρος στα ματιά σου. Αμαρτωλός από γεννήσεως, αμαρτωλός στην σκέψη, αλλά  αμαρτωλός  και στις πράξεις. Γι’ αυτό εσύ ο αγαθός Θεός ελέησέ με  τον αμαρτωλό».
Βέβαια να έχουμε καλά υπόψη ότι και αφού πατέρας Θεός απάντησε σ’ αυτή την προσευχή μας  και κατά το πολύ Του έλεος μας αναγέννησε και μας έκανε παιδιά Του, σαν άνθρωποι θα εξακολουθούμε απερίσκεπτα να πέφτουμε σε αμαρτίες, σύμφωνα με το γραμμένο, ‘Εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν, και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν’ (Α΄ Ιωάννου, α΄:8). Μόνο ένας υπήρξε αναμάρτητος , ο Ιησούς Χριστός .
Συνεπώς όπως  ο τελώνης, έτσι και όποιος αναγνωρίζει την αμαρτία του, δεν αρκεί μόνο να μετανιώνει και να λυπάται, αλλά να καταφεύγει στον Πατέρα Θεό. Σίγουρα Τον λυπήσαμε και Τον προσβάλαμε με τις αμαρτίες μας, όμως η απέραντη αγάπη Του και τα σπλάχνα του ελέους και των οικτιρμών Του, Τον κάνουν να μας συγχωρεί, όταν Τον εκζητούμε στην προσευχή με ειλικρινή μετάνοια.

Σας λέγω ,κατέβει ούτος εις τον οικον. του  αυτού δεδικαιωμενος μάλλον πάρα εκείνος, διότι  πας ο υψών εαυτόν θέλει ταπεινωθη, ο δε ταπεινών εαυτόν, θέλει υψωθεί .
Όταν οι θρησκευόμενοι αλλά μη αναγεννημένοι άνθρωποι έβλεπαν τον Φαρισαίο να προσεύχεται και άκουγαν τις αρετές του, θα θαύμαζαν αυτόν και θα περιφρονούσαν τον τελώνη. Όμως ο Χριστός δεν κρίνει με βάση το εξωτερικό φαινόμενο, αλλά με βάση την πρόθεση που διακρίνει στα βάθη της καρδιάς του ανθρώπου. Έτσι  ο Κύριος  απορρίπτει τον Φαρισαίο για την υπερηφάνεια του  και για την κριτική του στους άλλους. Η προσευχή του και τα ευχαριστώ του βρήκαν κλειστό  τον ουρανό, σε αντίθεση με τον τελώνη που η προσευχή του εισακούστηκε .
Αλήθεια ποσόν απέχει η κρίση του Θεού από την  κρίση των ανθρώπων. Αν μας κατακρίνει ο κόσμος και μας περιφρονεί, αλλά ο Θεός μας δέχεται, τότε είμαστε μακάριοι.  Αντίθετα  πρέπει να προβληματιζόμαστε πολύ, αν μας επαινεί και μας εγκωμιάζει ο κόσμος, όμως χωρίς την επιδοκιμασία του Θεού.
Εάν εμείς οι άνθρωποι αποστρεφόμαστε τους εγωιστές και υπερήφανους, πόσον μάλλον ο Θεός. Να μη ξεχνάμε ότι η υπερηφάνεια  ήταν η πρώτη αμαρτία μετά τη δημιουργία του κόσμου,  εξαιτίας της οποίας ο εωσφόρος  από άγγελος φωτός μεταβλήθηκε  σε άγγελο σκότους .
Το δίδαγμα αυτής της παραβολής μας το λέει στο τέλος της ο Κύριος : «πας ο υψών εαυτόν θέλει ταπεινωθεί, ο δε ταπεινών εαυτόν, θέλει υψωθεί». Ο δε απόστολος Πέτρος, σχετικά με το ίδιο θέμα, δια Πνεύματος Αγίου αναφέρει: «ο Θεός  αντιτάσσεται εις τους υπερήφανους , εις δε τους ταπεινούς δίδει χάριν» (Α΄ Πέτρου ε΄:5). Γι’ αυτό  ας αγωνιστούμε προσευχόμενοι όχι ‘προς εαυτούς’, αλλά δια του Αγίου Πνεύματος, να θανατώνουμε στη ζωή μας το φαρισαϊκό υπερήφανο πνεύμα και γενικά το σαρκικό φρόνημα, σύμφωνα με το γραμμένο: «Περιπατείτε κατά το Πνεύμα και δεν θέλετε εκπληροί την επιθυμίαν της σαρκός. Διότι η σαρξ επιθυμεί εναντία του Πνεύματος, το δε Πνεύμα εναντία της σαρκός• ταύτα δε αντίκεινται προς άλληλα, ώστε εκείνα, τα οποία θέλετε, να μη πράττητε» (Γαλάτας,δ΄:16,17). Αν δεν έχουμε γνωρίσει τον Ιησού  Χριστό σαν προσωπικό μας Σωτήρα, ή αν παρόλο που Τον γνωρίσαμε, θεωρούμε τους εαυτούς μας καλύτερους από τους άλλους, ας μη συνεχίζουμε να έχουμε το πνεύμα της  υπερηφάνειας και της αυτοδικαίωσης, αλλά σαν τον τελώνη  να κτυπήσουμε και εμείς  το αμαρτωλό μας στήθος  κράζοντας, ‘ο Θεός ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλω’. Αμήν.

 

 

«Προ δε της εορτής του Πάσχα, εξεύρων ο Ιησούς ότι ήλθεν η ώρα αυτού, δια να μεταβή εκ του κόσμου τούτου προς τον Πατέρα, αγαπήσας τους ιδικούς του τους εν τω κόσμω μέχρι τέλους ηγάπησεν αυτούς» (Ιωάννης,ιγ΄:1).

Η εορτή του Πάσχα είναι μια εορτή που ο Θεός καθιέρωσε στο λαό Ισραήλ από εποχής Μωυσή, που  εορταζόταν κάθε χρόνο την Άνοιξη, τον  πρώτο μήνα του Ισραηλιτικού έτους,  προς ανάμνηση της απελευθέρωσης των Ισραηλιτών από τη δουλεία τους στους Αιγυπτίους. Η εορτή διαρκούσε 7 ημέρες  και περιλάμβανε τη θυσία ενός χρονιάρικου αρνιού ή κατσικιού, το οποίο έπρεπε να φαγωθεί μαζί με άζυμο άρτο και πικρά χόρτα, τη συγκεκριμένη μέρα του μήνα από τους ενοίκους της οικίας, ενώ με το αίμα της θυσίας έπρεπε να βαφούν οι παραστάτες της εξώπορτας της οικίας. Αυτό διότι  μόνο τις οικίες με τους αιματοβαμμένους παραστάτες προσπέρασε ο άγγελος, ενώ στις υπόλοιπες μπήκε και θανάτωσε όλα τα πρωτότοκα, ανθρώπους και ζώα. Αυτή η ενέργεια του Θεού εναντίον των Αιγυπτίων, ήταν που ανάγκασε τον βασιλιά τους Φαραώ, να αφήσει ελεύθερο τον λαό Ισραήλ (Έξοδος, ιβ΄:1-51).

Το χριστιανικό Πάσχα  είναι μία εορτή ανάμνησης των παθών, της σταυρικής θυσίας και της ανάστασης  του Κυρίου Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού  που ήλθε στη Γη και έγινε άνθρωπος, για να σηκώσει τις αμαρτίες του κόσμου. Ο Ιωάννης ο πρόδρομος είπε χαρακτηριστικά για τον Κύριο όταν τον είδε να έρχεται προς το μέρος του: «Ιδού, ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» (Ιωάννης,α΄:29), ο δε προφήτης Ησαΐας, περιληπτικά αναφέρει θαυμαστές προφητείες για  το λυτρωτικό έργο της θυσίας του Κυρίου, στο νγ΄(53)κεφαλαιο του βιβλίου του.

Ο Κύριος φανέρωσε τον εαυτό Του στον κόσμο, δείχνοντας την αγάπη Του, αρχικά ευεργετώντας τους έχοντας ανάγκη, θεραπεύοντας ασθενείς και ελευθερώνοντας καταδυναστευόμενους από τον διάβολο και τελικά με τη θυσία Του πάνω στο σταυρό του Γολγοθά μέσω της οποίας έδωσε τη δυνατότητα της κατά χάρη σωτηρίας σε κάθε άνθρωπο όσο αμαρτωλός και αν είναι. Γι’ αυτό αν πιστεύουμε ότι  ο Κύριος πέθανε και αναστήθηκε, αυτή η αληθινή πίστη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Κύριος σαν αναστημένος είναι ζωντανός και θέλει όπως τότε έτσι και σήμερα να φανερώσει τον εαυτό Του στον καθένα που θα Τον επικαλεστεί. Συνεπώς η θυσία του Κυρίου δεν είναι μόνο προς ενθύμηση της εορτής του Πάσχα μια φορά το χρόνο, αλλά έχοντας υπόψη  ότι ο Κύριος θυσιάστηκε για να πάρει τις αμαρτίες του κόσμου, είναι καλό να συμπεράνουμε ότι μπορεί να πάρει και τις προσωπικές αμαρτίες του καθενός μας. Έτσι όπως τον άσωτο υιό όταν ήρθε στον εαυτό του και επέστρεψε, ο Πατέρας τον ανέστησε πνευματικά, έτσι και εμάς όταν μετανοούμε για τις αμαρτίες μας και ζητάμε τον Κύριο στη ζωή μας, Αυτός μας καθαρίζει με το άγιο αίμα της θυσίας Του από τις αμαρτίες μας και ο Πατέρας Θεός μας ‘γεννάει άνωθεν’ και μας κάνει παιδιά Του με προορισμό να ζήσουμε αιώνια μαζί Του.

Βέβαια για να φθάσουμε στον αιώνιο προορισμό μας θα πρέπει από εκεί και πέρα να ζήσουμε σύμφωνα με το γεγραμμένο: «..,.Διότι ουδείς εξ ημών ζη δι' εαυτόν και ουδείς αποθνήσκει δι' εαυτόν. Επειδή εάν τε ζώμεν, διά τον Κύριον ζώμεν• εάν τε αποθνήσκωμεν, διά τον Κύριον αποθνήσκομεν. Εάν τε λοιπόν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου είμεθα. Επειδή διά τούτο ο Χριστός και απέθανε και ανέστη και ανέζησε, διά να ήναι Κύριος και νεκρών και ζώντων»(Ρωμαίους,ιδ΄:7-9). Γι’ αυτό όπως ο Κύριος σήκωσε τον σταυρό Του μέχρι το τέλος, έτσι θέλει και εμείς να σηκώσουμε τον ζυγό που θα μας δώσει μέχρι τέλους, έχοντας υπόψη τα λόγια Του: «Άρατε τον ζυγόν μου εφ' υμάς και μάθετε απ' εμού, διότι πράος είμαι και ταπεινός την καρδίαν, και θέλετε ευρεί ανάπαυσιν εν ταις ψυχαίς υμών• διότι ο ζυγός μου είναι καλός και το φορτίον μου ελαφρόν» (Ματθαίος,ια΄:29-30). Ο Κύριος δεν θα μας δώσει ένα φορτίο δυσβάσταχτο, που θα μας κάνει να το παρατήσουμε, αλλά δια της αγάπης μας προς Αυτόν, αυτό που θα μας δώσει θα το σηκώσουμε με την δική Του δύναμη με την οποία θα μας ενισχύσει, μιας και χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα (Ιωάννης, ιε΄:5). Άλλωστε ο ζυγός εξ ορισμού είναι μια κατασκευή για εκτέλεση κάποιου έργου, που περιλαμβάνει θέσεις για δύο υποζύγια, την μία των οποίων καταλαμβάνει πάντα ο ίδιος ο Κύριος. Γι’ αυτό είναι πάντα πρόθυμος να μας βοηθήσει να σηκώσουμε τον δικό Του ζυγό για να πάμε στην Βασιλεία των Ουρανών με την χάρη του Θεού και σε αυτή την πορεία θα είναι Αυτός βοηθός μας και δια του Αγίου Πνεύματος που χορηγεί σε όσους σηκώνουμε τον ζυγό Του, το οποίο μας ενισχύει και μας οδηγεί στην αλήθεια του ευαγγελίου. Συνεπώς η επιλογή μας  να μείνουμε στον δρόμο και στο θέλημα του Κυρίου πρέπει να είναι μια ισόβια επιλογή για το συμφέρον της ψυχής μας, επειδή το να πράττουμε το θέλημα του Πατέρα Θεού είναι αυτό που θα μας βάλλει στην βασιλεία Του (Ματθαίος,ζ΄:21).

Η θυσία του Κυρίου προϋπόθετε τη  θυσία του προσωπικού Του θελήματος, σύμφωνα με τα λόγια πού είπε προσευχόμενος στον κήπο της Γεθσημανή, ‘Πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ' εμού• πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη’ (Λουκάς,κβ΄:42). Έτσι  και από εμάς ζητάει να θυσιάσουμε το δικό μας θέλημα και να έχουμε σε προτεραιότητα το θέλημα του Θεού ώστε  να ζούμε σύμφωνα με αυτό. Αυτό πιστεύουμε ότι εννοεί ο Κύριος όταν μας λέει: «Εάν τις θέλη να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή εαυτόν και ας σηκώση τον σταυρόν αυτού καθ' ημέραν και ας με ακολουθή.» (Λουκάς,θ΄:23). Την απάρνηση του θελήματός μας και των επιλογών μας που δεν συμβαδίζουν με τον γραμμένο λόγο του Θεού ζητάει να τις αφήσουμε στην άκρη και να οικοδομήσουμε την ζωή μας επάνω στον λόγο του Θεού για το συμφέρον της ψυχής μας. Η πορεία με τον Κύριο στον δρόμο που οδηγεί προς την βασιλεία των ουρανών, σίγουρα θα έχει και δύσκολες καταστάσεις αλλά και ευλογίες. Η θυσία του δικού μας θελήματος και η εφαρμογή του θελήματος του Θεού δια της αγάπης μας στον Ιησού Χριστό, αυτό κάνει τον Πατέρα Θεό να μας αγαπήσει περισσότερο και έχει σαν αποτέλεσμα την συνεχή παρουσία του Τριαδικού Θεού μέσα μας (Ιωάννης,ιδ΄:23).

Στην πορεία μας προς την Βασιλεία των Ουρανών θα αντιμετωπίσουμε και αδικίες από τους ανθρώπους όπως ο Κύριος που άδικα τον καταδίκασαν και τον σταύρωσαν, αλλά παρόλα αυτά εκείνος συγχώρεσε τους σταυρωτές Του. Έτσι και από εμάς ο Κύριος  ζητάει να αγαπάμε τους εχθρούς μας, να ευλογούμε εκείνους που μας καταριούνται, να ευεργετούμε εκείνους που μας μισούν και να προσευχόμαστε για εκείνους που μας βλάπτουν και μας κατατρέχουν, έτσι ώστε να Του μοιάσουμε και να γίνουμε γνήσια παιδιά του Ουράνιου Πατέρα μας (Ματθαίος,ε΄:44-45). Ο απόστολος Πέτρος δια Πνεύματος Αγίου αναφέρει: «Διότι αρκετός είναι εις ημάς ο παρελθών καιρός του βίου, ότε επράξαμεν το θέλημα των εθνών, περιπατήσαντες εν ασελγείαις, επιθυμίαις, οινοποσίαις, κώμοις, συμποσίοις και αθεμίτοις ειδωλολατρείαις• και διά τούτο παραξενεύονται ότι σεις δεν συντρέχετε με αυτούς εις την αυτήν εκχείλισιν της ασωτίας, και σας βλασφημούσιν•» (Α΄ Πέτρου, δ΄:3,4).  Γι’ αυτό όσο θα ζούμε σ’ αυτή τη γη, η νέα ζωή που μας χάρισε ο Κύριος, θα πρέπει να φανερώνεται στους πλησίον μας, μέσω των έργων και των λόγων μας,  ώστε να αποδεικνύουμε  ότι επιλέγουμε να πάρουμε τα χαρακτηριστικά του Πατέρα Θεού και να Του μοιάσουμε και ότι δεν  είμαστε πλέον ξένοι και πάροικοι αλλά  συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού (Εφεσίους,β΄:19).

Συνοψίζοντας λέμε ότι  το Πάσχα θα είναι χριστιανικό στη προσωπική μας ζωή όταν δηλώνουμε εμπράκτως ότι θυσιάζουμε τη ζωή μας εφαρμόζοντας το θέλημα του Πατέρα μας Θεού, με σκοπό να αρέσουμε σ’ Αυτόν και όχι στον εαυτό μας ή στους ανθρώπους. Βέβαια η θυσία του Κυρίου είναι αναντικατάστατη γιατί μόνο Αυτός ήταν χωρίς αμαρτία και γι’ αυτό σαν αναμάρτητος πέθανε για τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε για τη δικαίωσή μας. Γι’ αυτό όπως Εκείνος μετέβη από αυτό τον κόσμο και πήγε στον Πατέρα χωρίς αμαρτία, έτσι θέλει και εμείς να μεταβούμε και να πάμε στον Πατέρα Θεό χωρίς αμαρτία. Όμως επειδή  σαν άνθρωποι θα εξακολουθούμε απερίσκεπτα να φταίμε σε πολλά, ας προσπαθούμε να εφαρμόζουμε το γραμμένο: «..εάν όμως περιπατώμεν εν τω φωτί, καθώς αυτός είναι εν τω φωτί, έχομεν κοινωνίαν μετ' αλλήλων, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού αυτού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας.» (Α΄ Ιωάννου,α΄:7). Αμήν.

 

 

Η παραβολή  αυτή,  ενώ  φαίνεται τόσο απλή ώστε  να  την  εννοεί  και  ένα      παιδί, περιλαμβάνει    μια   σπουδαία  αλήθεια  για  την  σωτήρια  του  ανθρώπου.   Μας   φανερώνει την άπειρη αγάπη του Χριστού για τον άνθρωπο, αλλά και την σωστή σχέση μας με τον πλησίον μας.

25 Και ιδού, νομικός τις εσηκώθη πειράζων αυτόν και λέγων• Διδάσκαλε, τι   πράξας θέλω κληρονομήσει ζωήν αιώνιον;

Νομικός (Νομικοί ήταν οι ερμηνευτές του Μωσαϊκού νόμου) ‘τις’,  δεν αναφέρεται το όνομα του, πιθανά διότι ανόητα και υποκριτικά πλησίασε τον Κύριο  για να τον φέρει σε δύσκολη  θέση,  δηλαδή να τον πιάσει σε κάτι. Ο  μωρός εκείνος πιστεύει ότι έχει την ικανότητα, μες την υπεροψία του, να γελοιοποίηση τον πάνσοφο Θεό.  Νομίζει  ότι μπορεί έτσι απλά να μουτζουρώσει, να μαυρίσει τον ήλιο.
Και έκανε δυο ερωτήσεις . Τι να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή ;
Τι κρίμα να κάνη την πιο σπουδαία ερώτηση  με εμπαιγμό, ύπουλο  και δόλιο και όχι φυσικά για να διδαχθεί, αλλά κακόβουλα να εξευτελίσει ενώπιον του λαού τον Ιησού Χριστό, εν αντιθέσει  με τον Νικόδημο που  αν και ήταν διδάσκαλος του Ισραήλ, πλησίασε τον Κύριο ταπεινά για να διδαχθεί, κάνοντας την ίδια ερώτηση και έπειρε τις μέγιστες αποκαλυψεις .


26 Ο δε είπε προς αυτόν• Εν τω νόμω τι είναι γεγραμμένον; πως αναγινώσκεις;

Στον νομικό   απάντησε  ο Χριστός με ερώτηση, ‘΄τι είναι γραμμένο στο νομό ; πώς διαβάζεις;’. Έτσι τον ανάγκασε από ανακριτής να γίνει απολογούμενος μαθητής.


27 Ο δε αποκριθείς είπε• Θέλεις αγαπά Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της δυνάμεώς σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν. 28 Είπε δε προς αυτόν• Ορθώς απεκρίθης• τούτο κάμνε και θέλεις ζήσει.

Η απάντηση που έδωσε ήταν ορθή. Διότι οι δυο αυτές εντολές, η μια που αφορά την αγάπη προς τον Θεό και η άλλη την αγάπη προς τον πλησίον, είναι πράγματι ο εγκέφαλος και η καρδιά του νομού. Όπως άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος είχε πει σε άλλο νομικό που τον ρώτησε σχετικά:‘…Εν ταύταις ταις δύο εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται.’       (Ματθαίος, κβ΄:40). Η απάντηση του  Κυρίου ήταν, ‘σωστά αποκρίθηκες’ και τον παρέπεμψε λέγοντας, ‘αυτό να κάνεις και θα ζήσεις’.
Μπορούμε να πούμε ότι ο νομικός ενώ ήξερε αυτές τις εντολές,  καταλάβαινε την αδυναμία του να τις εφαρμόσει. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι  είναι  απαραίτητη όχι απλώς  η γνώσις του λόγου του Θεού, αλλά η επίγνωση του  θελήματος του Θεού  και η εκτέλεση αυτού, σύμφωνα με το γραμμένο, ‘Εάν  εξεύρητε ταύτα, μακάριοι είσθε εάν κάμνητε αυτά’  (Ιωάννης, ιγ΄:17). Τί το  όφελος που ο νομικός που ήξερε τον νόμο, αλλά ήταν ξένος προς την αγάπη ;
Σήμερα, στο καθεστώς της Καινής Διαθήκης που βρισκόμαστε, ξέρουμε ότι, ‘εξ έργων νόμου δεν θέλει δικαιωθή ουδεμία σαρξ… επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούνται δε δωρεάν με την χάριν αυτού διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού, τον οποίον ο Θεός προέθετο μέσον εξιλεώσεως διά της πίστεως εν τω αίματι αυτού’(Ρωμαίους, γ΄:20,23,24,25). Έτσι όποιον πιστέψει στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Πατέρας Θεός τον ‘γεννάει άνωθεν’ και τον κάνει παιδί Του, δίνοντάς του μια νέα πνευματική καρδιά έτσι ώστε να μπορεί εφόσον θέλει να κάνει το θέλημά Του. Κάτω από αυτή την προϋπόθεση, η ίδια εντολή που έδωσε τότε στον νομικό δίδεται σε μας σήμερα. Όσοι  συνεπώς έχουμε την εμπειρία της ‘άνωθεν γέννησης’, ας αναρωτιόμαστε, ‘μελετάμε τον λόγο του Θεού; και ‘κάνουμε προσπάθεια να τον εφαρμόσουμε;

29 Αλλ' εκείνος, θέλων να δικαιώση εαυτόν, είπε προς τον Ιησούν• Και τις είναι ο πλησίον μου;

Ο  νομικός αισθανόμενος ότι έχει νικηθεί, για να δικαιωθεί προβάλλει νέο ερώτημα, ‘και ποιός είναι ο πλησίον μου;
Οι Ιουδαίοι είχαν περιορίσει τον πλησίον, σε αυτούς που  είχαν σύνδεσμο συγγένειας, φυλής, θρησκεύματος και εθνικότητας Εάν  κάποιος  π.χ. είχε πρόβλημα  με ένα ειδωλολάτρη, δεν  είχε την υποχρέωση να τον βοηθήσει εάν αυτός πεινούσε ή  κινδύνευε να πνίγει.
Ο Κύριος με αφορμή την ερώτηση του νομικού, μας διδάσκει με απαράμιλλη σοφία  λέγοντας αυτή την παραβολή και αποδεικνύει αναντίρρητα στο νομικό ποιον να θεωρεί πλησίον.

30 Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν• Άνθρωπος τις κατέβαινεν από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ και περιέπεσεν εις ληστάς• οίτινες και γυμνώσαντες αυτόν και καταπληγώσαντες, ανεχώρησαν αφήσαντες αυτόν ημιθανή.

Η παραβολή παρουσιάζει ένα άνθρωπο  ο οποίος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Ο τότε δρόμος πρέπει να ήταν στενός και δύσβατος  αλλά  και  επικίνδυνος σε όποιον περνούσε από εκεί. Έπεσε λοιπόν ο διαβάτης  σε καρτέρι ληστών αιμοβόρων οι οποίοι τον πλήγωσαν, τον έγδυσαν και άφησαν αυτόν μισοπεθαμένο.
Οι ληστές δεν είναι μόνον οι διαρρήκτες και οι λωποδύτες, αλλά και άνθρωποι ανάμεσά μας, που φαίνονται μεν νομιμόφρονες, αλλά μεταχειρίζονται τέχνη και πανουργία για να αδικούν και να ληστεύουν τον λαό, είτε με  νοθείες και αισχροκέρδειες, είτε υποσχόμενοι εύκολα κέρδη όπως συνέβη με το  χρηματιστήριο. Έτσι  καταντάνε πολλοί άνθρωποι να φέρονται χειρότερα από  άγριο θηρίο, διότι και το πιο αιμοβόρο από αυτά  όταν χορτάσει  σταματάει να φονεύει, ενώ αυτοί ‘πατούν επί πτωμάτων’.
Σε αυτή την κατάσταση άφησαν τον δυστυχή διαβάτη οι ληστές, να χαροπαλεύει, και να έχει άμεσα ανάγκη του πλησίον.

31 Κατά συγκυρίαν δε ιερεύς τις κατέβαινε δι' εκείνης της οδού, και ιδών αυτόν επέρασεν από το άλλο μέρος.32 Ομοίως δε και Λευΐτης, φθάσας εις τον τόπον, ελθών και ιδών επέρασεν από το άλλο μέρος.

Ο ιερεύς σύμφωνα με τον Μωσαϊκό νόμο. Ήταν ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων (Εβραίους, ε΄:1 ). Είναι αυτός που είχε το  θείο αξίωμα να διδάσκει τον Μωσαϊκό νόμο, να προσφέρει θυσίες στο Θεό προς εξιλέωση των αμαρτωλών και θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα της ευσπλαχνίας και του ελέους. Όμως όταν ήλθε και είδε τον πληγωμένο πέρασε από το άλλο μέρος.
Ο Λευίτης ήταν καθιερωμένος στην υπηρεσία του Ναού του Θεού. Ασκούσε τα θεία έργα της λατρείας του ελέους και της αγαθοεργίας. Όμως και αυτός όταν ήλθε και είδε τον πληγωμένο διαβάτη, πέρασε από άλλο μέρος.
Η ασπλαχνιά των δυο αυτών που  έπρεπε να γίνουν οι πλησίον   στον  πληγωμένο, ήταν ακόμη  πιο μεγάλη και  από την ασπλαχνία των ληστών.
Την ασπλαχνιά αυτή  την βλέπουμε δυστυχώς και σήμερα σε θρησκευόμενους ανθρώπους που απασχολούνται επαγγελματικά σε κάποια εκκλησία, όταν ότι κάνουν το κάνουν λόγω επαγγέλματος, με στόχο τον μισθό, ενώ δεν  έχουν καμία εσωτερική σχέση με τον Θεό, οπότε αναγκαστικά τους χαρακτηρίζει η υποκρισία.
Και οι δυο αυτοί που ανήκουν στην ανωτέρα Ιουδαϊκή τάξη, είναι φίλαυτοι κλείνουν την καρδιά τους στον πληγωμένο συνάνθρωπό τους. Πιθανώς να δικαιολόγησε ο καθένας τις πράξεις του σκεπτόμενος ως εξής: ‘Ας πρόσεχε  ο άνθρωπος, εξ αλλού  δεν μπορώ εγώ  μιας  κάποιας τάξεως να ασχοληθώ και να λερωθώ με ένα πληγωμένο. Επίσης  υπάρχει και κίνδυνος να επιστρέψουν οι ληστές, άσε που θα πρέπει ακόμη να τον μεταφέρω χάνοντας χρόνο και χρήμα.  Εκτός βέβαια  αν υπήρχε  ένα κοινό να με βλέπει και  να με επικροτήσει για την ευεργεσία μου , πχ στην πλατεία των Ιεροσολύμων θα μπορούσε να γίνει κάτι’. Αποκαρδιωτική η διαγωγή του Λευίτη και του ιερέως, αλλά δόξα στον , υπήρχε ο κάλος Σαμαρείτης .

33 Σαμαρείτης δε τις οδοιπορών ήλθεν εις τον τόπον όπου ήτο, και ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη,34 και πλησιάσας έδεσε τας πληγάς αυτού επιχέων έλαιον και οίνον, και επιβιβάσας αυτόν επί το κτήνος αυτού, έφερεν αυτόν εις ξενοδοχείον και επεμελήθη αυτού•35 και την επαύριον, ότε εξήρχετο, εκβαλών δύο δηνάρια έδωκεν εις τον ξενοδόχον και είπε προς αυτόν• Επιμελήθητι αυτού, και ό,τι συ δαπανήσης περιπλέον, εγώ όταν επανέλθω θέλω σοι αποδώσει.

Η αγάπη προς τον πλησίον δεν μπορεί  να νοηθεί χωρίς θυσίες. Δεν γνωρίζουμε αν ο πληγωμένος τους έβλεπε,  αλήθεια τι απελπισία και τι οδύνη θα ένιωθε με την εγκατάλειψή του από τους ιδίους  τους    λειτουργούς της θρησκείας του.
Και τότε ήλθε ο Σαμαρείτης ο οποίος  σπλαχνίσθηκε τον πληγωμένο.
Είναι γνωστό, ότι κατά  την  συνάντηση που είχε ο Ιησούς Χρίστος  με την Σαμαρείτισα, έγινε φανερό το χάσμα  που υπήρχε τόσον  στο εθνικό  όσον και στο θρησκευτικό πολίτευμα  των δυο λαών, όταν η Σαμαρείτισα του είπε,‘Πως συ, Ιουδαίος ων, ζητείς να πίης παρ' εμού, ήτις είμαι γυνή Σαμαρείτις; Διότι δεν συγκοινωνούσιν οι Ιουδαίοι με τους Σαμαρείτας’(Ιωάννης,δ΄:9).  Επίσης οι άρχοντες των Ιουδαίων έβριζαν τον Κύριο Ιησού Χριστό λέγοντάς Του, ‘Δεν λεγομεν  ημείς καλώς, ότι Σαμαρείτης είσαι συ και δαιμόνιον έχεις’( Ιωάννης, η΄:48).  .
Αλλά εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο της αγάπης του Σαμαρείτη. Ενώ αυτός  για τους Ιουδαίους ήταν ένας αποστάτης, βέβηλος, μακριά από τον Θεό και επιπλέον  ο ίδιος ο πληγωμένος που συνάντησε, σαν Ιουδαίος ήταν δηλωμένος εχθρός του, χωρίς κανένα  δισταγμό, αντί να χαρεί για την κατάσταση του εχθρού του , τον σπλαχνίσθηκε, παραμερίζοντας τα εθνικά και θρησκευτικά μίση  διότι έβλεπε μόνο τον άνθρωπο που είχε ανάγκη την βοήθειά του. Η ευσπλαχνία του, δεν ήταν μόνο ένα αίσθημα ή μόνο λόγια μιας άκαρπης και ανωφελούς συμπάθειας, αλλά συνοδεύτηκε με προσφορά εκ μέρους του,  κοπιαστικών υπηρεσιών και χρημάτων. Ο λόγος του Θεού αναφέρει σχετικά: ‘Εάν δε αδελφός ή αδελφή γυμνοί υπάρχωσι και στερώνται της καθημερινής τροφής και είπη τις εξ υμών προς αυτούς, Υπάγετε εν ειρήνη, θερμαίνεσθε και χορτάζεσθε, και δεν δώσητε εις αυτούς τα αναγκαία του σώματος, τι το όφελος;’ (Ιακώβου, β΄:15 -16). Αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη,  κατέβηκε από το ζώο του, έτρεξε στον πληγωμένο, έπλυνε με κρασί τις πληγές του, τον ανέβασε στο ζώο του  και τον μετέφερε στο πανδοχείο.
Εκεί δεν τον  άφησε σε κάποιο υπηρέτη για να τον περιποιηθεί,  αλλά  τον ανέλαβε ο ίδιος μέχρι το πρωί και αφού είδε ότι ο άρρωστός του ήταν εκτός κίνδυνου, έδωσε στον πανδοχέα δυο δηνάρια και του υποσχέθηκε    όταν επιστρέψει, αν έχει δαπανήσει επιπλέον να του τα δώσει. Ιδού η ευσπλαχνία και η πραγματική αγάπη προς τον πλησίον που αποδεικνύεται από τα έργα της.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΟΛΗΣ
Μπορούμε να πούμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός  αντιπαραβάλλει  τον άνθρωπο της παραβολής, με  όλους εμάς  που  ξεπέσαμε από την επουράνια Ιερουσαλήμ  και πήραμε την οδό της αμαρτίας προς την Ιεριχώ. Είναι με άλλα λόγια όλη η ανθρωπότητα  που αποστάτησε  και πηρέ τον δρόμο προς την απώλεια.  Το  αίμα, ο πόνος με τα δάκρυα του πληγωμένου είναι οι θλίψεις  μας ψυχικές και σωματικές, που τις έχουμε σαν συνέπειες της λάθος πορείας που επιλέξαμε και τις οποίες μας τις προκάλεσαν  οι ληστές που μπορούμε να πούμε είναι αφενός τα αμαρτωλά μας πάθη και αφετέρου φυσικά ο ανθρωποκτόνος διάβολος. Ο σατανάς δένει την ψυχή με  δυνατές αλυσίδες αμαρτιών και σέρνει τον άνθρωπο στον θάνατο, ληστεύοντας του πρώτα  ότι καλό τον έχει προικίσει ο Θεός και πληγώνοντας τον νουν του, ώστε να λησμονήσει τον δημιουργό του και να ενεργεί σύμφωνα με τα  ψέματα  της πλάνης. Η αμαρτία των πρωτοπλάστων, εξασθένησε την δύναμη της θέλησης του ανθρώπου, ώστε να μην μπορεί να αντισταθεί στις κακές επιθυμίες, κάνοντας τον δούλο σ’ αυτές και κατά συνέπεια του διαβόλου. Ο λόγος του Θεού αναφέρει σχετικά:‘…διότι ηδύνομαι μεν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν άνθρωπον, βλέπω όμως εν τοις μέλεσί μου άλλον νόμον αντιμαχόμενον εις τον νόμον του νοός μου, και αιχμαλωτίζοντά με εις τον νόμον της αμαρτίας, τον όντα εν τοις μέλεσί μου. Ταλαίπωρος άνθρωπος εγώ• τις θέλει με ελευθερώσει από του σώματος του θανάτου τούτου; Ευχαριστώ εις τον Θεόν διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών (Ρωμαίους,ζ΄:22-25). Έτσι ο Θεός, όσους μετανοήσαμε και πιστέψαμε στον Υιό Του Ιησού Χριστό,   μας αναγέννησε και μας έκαμε παιδιά του, αποτυπώνοντας την δίκην Του εικόνα μέσα στη νέα πνευματική καρδιά που μας έδωσε και μας πρόσθεσε στην εκκλησία Του, η οποία αποτελεί την αιώνια νύμφη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό όσοι είμαστε μέλη της, αγωνιζόμαστε  με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, να μείνουμε καθαροί έως τέλους, ώστε να γίνουμε όμοιοι με αυτόν και να εκπληρώσουμε τον  υψηλό προορισμό μας.
Η αγωνιά του πληγωμένου, είναι η ίδια  αγωνία  και σήμερα όλης της ανθρωπότητας,  ‘επειδή πάντες ήμαρτον και υστερούντες της δόξης του Θεού’. (Ρωμαίους, γ΄: 23).
Ο Ιερεύς και ο Λευίτης αντιπαραβάλλονται με τον νόμο του Μωυσή. Περνά λοιπόν ο νομός  μπροστά  από την ετοιμοθάνατη ανθρωπότητα, την βλέπει να πάσχει, πληγωμένη και ακάθαρτη, χωρίς να της προσφέρει χέρι σωτήριας, διότι είναι ‘αδύνατον αίμα ταύρων και τράγων να αφαιρέσουν αμαρτίας’ (Εβραίους, ι΄:4).
Τέλος ο κάλος και σπλαχνικός Σαμαρείτης, δεν είναι άλλος από τον εξανθρωπίσαντα Θεό και Λόγο  Ιησού Χριστό.
Θα λέγαμε ότι ο Κύριος παρουσιάζει τον εαυτόν Του σαν Σαμαρείτη,  γιατί την ονομασία αυτή του την είχαν δώσει υβριστικά οι Φαρισαίοι  επειδή τον αποστρέφονταν και τον μισούσαν. Αυτόν λοιπόν που τόσον μίσησαν είναι ο Σωτήρας του κόσμου .
Η  ευσπλαχνία Του δεν έχει μετρό, προς εμάς τους υβριστές, αχάριστους και  αποστάτες  εχθρούς Του. Μετέφερε ο ίδιος ο Κύριος, την πληγωμένη και πάσχουσα ανθρωπότητα  στο πανδοχείο για την θεραπεία της, που δεν είναι άλλο από την εκκλησία Του  που ίδρυσε με το πολύτιμε αίμα Του
Η  αληθινή εκκλησία του Κυρίου είναι το τελειότερο ιατρείο, στο όποιο ο Ιησούς Χρίστος εισάγει  κάθε πληγωμένο, τον οποίον αφού τον καθαρίσει με το αίμα Του από τις αμαρτίες του και επιθέσει  το έλαιον που είναι τα παρηγορητικά λόγια Του και στη συνέχεια θα  του δέσει και της πληγές  με τους επιδέσμους των εντολών της Καινής Διαθήκης Του. Αυτές βέβαια οι ενέργειες του Κυρίου προϋποθέτουν την αποδοχή Του  εκ μέρους του πληγωμένου, γεγονός που κάνει τον Πατέρα Θεό να τον αναγεννήσει και να τον κάνει παιδί Του. Στη συνέχεια για την πλήρη ανάρρωση του πληγωμένου παιδιού Του και για την από εκεί και πέρα νέα ζωή του σύμφωνα με το θέλημά Του, έχει χορηγήσει τον άλλο Παράκλητο,  το Άγιο Πνεύμα, ό οποίος συμβοηθεί στις ασθένειές του, προσεύχεται γι’ αυτό και το οδηγεί σε όλη την αλήθεια.
Επειδή την επόμενη  ο καλός Σαμαρείτης Ιησούς επρόκειτο να ‘ταξιδεύσει’ (να αναληφθεί εις τους ουρανούς), έδωσε εντολή στον  πανδοχέα, που τον αντιπαραβάλλουμε με αυτούς που έχουν τις διακονίες που έθεσε στην εκκλησία Του για την τελειοποίηση των αγίων (Εφεσίους, δ΄:11-16), να επιμεληθεί  του ασθενούς,  δίνοντάς του  δυο δηνάρια, μια επαρκή αμοιβή δια της υπηρεσίες του. Μπορούμε να αντιπαραβάλουμε τα δύο δηνάρια με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, που αποτελούν τον Θεόπνευστό λόγο του Θεού. Υποσχέθηκε  βέβαια την πλήρη ικανοποίηση και ανταμοιβή του κόπου του κατά την επιστροφή Του(δευτέρα παρουσία).
Έχει μεγάλη σημασία ότι ο Σαμαρείτης έσωσε όχι κάποιον δικόν του αλλά  αυτόν  τον εχθρό του, χωρίς να κάνει καμία διάκριση. Αυτήν  την αγάπη έδειξε σε εμάς ο Ιησούς Χρίστος. Μας βρήκε βρώμικους και μισοπεθαμένους από της πληγές της αμαρτίας  και  προσέφερε σε όσους πιστέψαμε και Τον επικαλεστήκαμε,  την σωτηρία και την αιώνια ζωή.

36 Τις λοιπόν εκ των τριών τούτων σοι φαίνεται ότι έγεινε πλησίον του εμπεσόντος εις τους ληστάς;37 Ο δε είπεν• Ο ποιήσας το έλεος εις αυτόν• Είπε λοιπόν προς αυτόν ο Ιησούς• Ύπαγε και συ, κάμνε ομοίως.

Η κατάσταση του νομικού δεινή, από διδάσκαλος γίνεται μαθητής .
Η προσβολή μεγάλη πώς είναι δυνατόν ένας αποστάτης μισο- ειδωλολάτρης Σαμαρείτης, να  εκτελεί τον νόμο, που αν και τον γνώριζαν δεν τον εφάρμοσαν  ο  Ιερέας και  ο  Λευίτης ;
Ψυχρολουσία για το φαρισαϊκό φρόνημα, αλλά και σαν νομικός έπαθε το γραμμένο στον Ψαλμό  ζ΄:15, ‘έσκαψε λακκον και εβαθυνεν αυτον ,πλην αυτός θέλει πέσει εις τον βόθρον τον οποίον εκαμεν’ .
Γεμάτος ντροπή αναγκάζεται να ομολογήσει στον Κύριο, ‘ο ποιησας το έλεος εις αυτόν’.  Αυτό ζητούσε και ο Κύριος, για να του πει,  ‘ύπαγε και συ κάμνε ομοίως’. Σε κάθε ένα πλησίον λοιπόν  άνοιξε την  καρδιά σου να γεμίσει με ευσπλαχνία και ευεργεσία  και υπηρέτησε αυτόν, ‘καθως ο υιος του ανθρωπου, δεν ηλθε δια να υπερετηθη, αλλα δια να υπητρετηση, και να δωση  την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων   ( Ματθαίος, κ΄:28).
Η παραγγελία αυτή του Κυρίου δεν είναι μόνον για τον νομικό, αλλά  και για  όλους μας διαχρονικά,  που πρέπει να ακολουθήσουμε  το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτου, δηλαδή  του Ιησού Χριστού. Άλλωστε αυτός είναι ο στόχος κάθε ειλικρινούς παιδιού του Θεού, στην επίγεια ζωή του,  σύμφωνα με το γραμμένο,  ‘Οστις λεγει ότι μενει εν αυτω ,χρεωστει καθως εκεινος περιεπατησε, και αυτος να περιπατη’ (Α΄Ιωάννου, β΄:6).      Για την επίτευξη αυτού του στόχου  μόνιμο αίτημα της προσευχή μας  πρέπει να είναι το πώς με τα λόγια μου και τα έργα μου θα γίνω πλησίον, σ’ αυτόν που ο Κύριος με έφερε ή μου έφερε πλησίον. ΑΜΙΝ.

 
Περισσότερα Άρθρα...

Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς να φυλάττωσι πάντα όσα παρήγγειλα εις εσάς· και ιδού, εγώ είμαι μεθ' υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. (Ματθαίος κη' 19)